Η ιστορία Βουντού Χουντού είναι μια πολυσέλιδη ιστορία που έγραψε και σχεδίασε ο Καρλ Μπαρκς τον Μάρτιο του 1949 και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Στην χώρα μας την είδαμε και στο ΚΟΜΙΞ 149.
Περίληψη[]
Ο Ντόναλντ συναντάει ένα ζόμπι που τον καταριέται και το παπί πρέπει να πάει στην Αφρική για να λύσει τα μάγια. Ένας ντόπιος αρχηγός όμως έχει άλλη άποψη για την γιατρειά του και τα τρία ανίψια πρέπει να σώσουν τον θείο τους...
Υπόθεση[]
Στην Λιμνούπολη υπάρχουν φήμες πως ένα ζόμπι κυκλοφορεί ελεύθερο, τις οποίες ο Ντόναλντ θεωρεί ανυπόστατες. Ξαφνικά όμως καθώς περπατάει συναντάει όντως το ον, που τελείως άβουλα και ανέκφραστα του δίνει ένα μικρό κουκλάκι.
Το παπί το πηγαίνει στο σπίτι, για να το δείξει στα ανίψια του, όπου ζουλώντας το νιώθει ένα φρικτό τσίμπημα, από ένα αγκάθι που υπήρχε στο εσωτερικό του παιχνιδιού και λιποθυμάει. Στις εφημερίδες γίνεται πρωτοσέλιδο η είδηση, ότι έπεσε θύμα βουντού ένας Λιμνουπολίτης και το μαθαίνει και ο ζάπλουτος Σκρουτζ Μακ Ντακ, που αποφασίζει να επισκεφτεί τον ανιψιό του.
Ο κροίσος πληροφορεί τον Ντόναλντ πως το αγκάθι περιέχει φίλτρο σμίκρυνσης, που κάνει τα παπιά νάνους και αρχικά προοριζόταν για τον ίδιο. Ο Ντόναλντ τρομοκρατείται στην ιδέα να γίνει μικροσκοπικός, αλλά ο θείος Σκρουτζ αρχίζει να διηγείται ολόκληρη την ιστορία πίσω από τον Μπόμπυ το Ζόμπι, όπως λένε το πλάσμα που έδωσε το κουκλάκι στον ανιψιό του.ε
Πριν πολλά χρόνια, το 1879, είχε επισκεφτεί την Αφρική, προσπαθώντας να βγάλει το δεύτερο του δισεκατομμύριο και ήθελε να αγοράσει μια έκταση για να φυτέψει καουτσουκόδεντρα. Οι ντόπιοι όμως την θεωρούσαν ιερή και δεν την πουλούσαν, οπότε ο μεγιστάνας αναγκάστηκε να τους διώξει με την βία.
Ο αρχηγός τους όμως τον καταράστηκε, στέλνοντας τον Μπόμπυ το Ζόμπι να του δώσει το μαγικό φίλτρο. Φυσικά το πλάσμα δεν τον έπιασε ποτέ, ώσπου κατέληξε στην Λιμνούπολη και επειδή ο Σκρουτζ έμοιαζε τότε με τον Ντόναλντ το έδωσε σε λάθος άτομο.
Ο Ντόναλντ εν τω μεταξύ έχει φρικάρει από τον φόβο να γίνει μικροσκοπικός αλλά τελικά καταφέρνει να πέσει για ύπνο. Όταν όμως ξυπνάει βρίσκει δίπλα από το κρεβάτι του τον Μπόμπυ, που μην έχοντας πλέον σκοπό κατέληξε στον μόνο γνωστό του, τον Ντόναλντ και, όσο κι αν προσπαθούν τα παιδιά, δεν μπορούν να τον διώξουν.
Το παπί αποφασίζει να πάει στον θείο του και να ζητήσει χρήματα για να πάει στην Αφρική, ώστε να ξεφορτωθεί την κατάρα, παρόλο που δεν έχει μικρύνει καθόλου. Οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη παράλληλα έχουν λυπηθεί το ζόμπι και αποφασίζουν πως πρέπει να το πάνε σπίτι του, στην Μαύρη Ήπειρο, ελπίζοντας να δώσει ο κροίσος αρκετά λεφτά για όλους.
Στο θησαυροφυλάκιο, ο τσιγκούνης Σκρουτζ δίνει λεφτά στον Ντόναλντ, που μόλις επαρκούν για το δικό του εισιτήριο, οπότε τα παιδιά αναγκάζονται να υποστούν την μοίρα τους. Περπατώντας θλιμμένα με τον Μπόμπυ στην πόλη, εκείνος καταλήγει σε ένα τηλεπαιχνίδι, όπου χωρίς να μιλάει, καταφέρνει να απαντήσει ένα σωρό πανεύκολες ερωτήσεις, κερδίζοντας χιλιάδες δολάρια.
Τα τρία ανιψάκια ξεκινάνε μέσα στην χλίδα για το ταξίδι τους στην Αφρική, όπου συναντούν το θείο τους, που έχει ήδη φύγει, και μαζί οργανώνουν μια τεράστια αποστολή για την φυτεία καουτσούκ του θείου Σκρουτζ. Φτάνοντας στην φυτεία το αφεντικό τους πληροφορεί πως αυτός που έχει ρίξει την κατάρα είναι ο Φούλα Ζούλα, ένας τοπικός αρχηγός μιας φυλής, διάσημος για την τέχνη του βουντού.
Ξεκινώντας για το χωριό του αρχηγού, όλοι τους οι βοηθοί τους εγκαταλείπουν, λόγω του φόβου του βουντού και οι Ντακ χάνονται, αφού δεν ξέρουν τον σωστό δρόμο. Καθώς περπατούν συναντούν ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι και παίρνουν την τρομάρα της ζωής τους. Ο μικρός ξένος τους εξηγεί πως έχει πέσει θύμα ενός φίλτρου σμίκρυνσης του Ζούλα και πλέον ζει χαμένος στην ζούγκλα, φοβίζοντας τον Ντόναλντ, που νομίζει πως θα πάθει το ίδιο.
Ο ανθρωπάκος τους σχεδιάζει ένα χάρτη του χωριού του μάγου και τους εξηγεί πως δεν έχει μέχρι στιγμής μικρύνει ο ίδιος ο Ντόναλντ, επειδή το φάρμακο χρειάζεται μερικές μέρες για να δράσει. Το πλασματάκι προσπαθεί να πείσει τον Ντόναλντ για τα οφέλη του να είσαι μικροσκοπικός, λέγοντας πως δεν καταναλώνεις τίποτα, και χορταίνει με ένα φιστίκι, αλλά το παπί φεύγει αμέσως για τον Φούλα, καθώς θέλει να διατηρήσει την λυγερή του κορμοστασιά.
Φτάνοντας στο χωριό του Φούλα Ζούλα συναντούν τον ίδιο, και εκείνος καταλαβαίνει ότι όντως έχει γίνει παρεξήγηση, καθώς το φίλτρο δεν παραδόθηκε στον Σκρουτζ, αλλά σε διαφορετικό παπί, παρόλο που έχει πλέον λήξει και δεν προξενεί κανένα κακό. Μόλις όμως ο Ντόναλντ αναφέρει πως είναι ανιψιός του κροίσου, ο αρχηγός αποφασίζει να εκδικηθεί τον κοντινότερο συγγενή αυτού που τους έδιωξε από τα πάτρια εδάφη τους, χρησιμοποιώντας όλες του τις γνώσεις στο βουντού.
Πρώτα, φυλακίζει τον ανιψιό του παλιού εχθρού του και κατόπιν αρχίζει να φτιάχνει το φίλτρο, ενώ τα παιδιά επιστρέφουν γρήγορα στην φυτεία, για να ζητήσουν βοήθεια, λαδώνοντας έναν φρουρό. Στην φυτεία όμως όλοι λείπουν, καθώς έχει ήδη ξεκινήσει να νυχτώνει, και όλες οι προμήθειες είναι κλειδωμένες, εκτός από μερικές ακατέργαστες πλάκες καουτσούκ, που χοροπηδάνε παντού.
Αφού παίρνουν μερικές πλάκες, επιστρέφουν όσο πιο γρήγορα μπορούν στο χωριό, όπου ο Φούλα Ζούλα είναι έτοιμος να κάνει τα βουντού του στον θείο τους. Χρησιμοποιώντας το καουτσούκ καταφέρνουν να μπουν στην φυλακή του, τον αρπάζουν και βγαίνουν από τον καταυλισμό, οπότε αρχίζουν να τρέχουν. Οι ιθαγενείς ξεχύνονται στο κυνήγι τους και μια μανιώδης καταδίωξη ξεκινάει, με τους Λιμνουπολίτες να τρέχουν να ανεβούν έναν βραχώδη γκρεμό για να σωθούν.
Οι Αφρικανοί όμως είναι πιο γρήγοροι και τους πλησιάζουν επικίνδυνα, ώσπου τα παπιά καθώς αναρριχώνται βρίσκουν τον Μπόμπυ, που έχει χαθεί. Ο Ντόναλντ του δένει τις πλάκες από καουτσούκ στα πόδια και στέλνει το ανέκφραστο ον στην κατηφόρα. Το ζόμπι πέφτει πάνω στους ντόπιους, σταματώντας τους και επιτρέποντας στους κυνηγημένους να διαφύγουν.
Στο τέλος, τα παιδιά αρχίζουν πάλι να λυπούνται τον Μπόμπυ, αλλά καταλαβαίνουν ότι δεν νιώθει τίποτα, ούτε κουράζεται ποτέ, με τον Ντόναλντ να λέει πως δεν τον ζηλεύει καθόλου!
Παρασκήνιο[]
Στην ιστορία Βουντού Χουντού ο Καρλ Μπαρκς στέλνει τον Ντόναλντ στην ζούγκλα της Αφρικής, στην καρδιά της μαγείας βουντού, για να μπορέσει να αποφύγει να γίνει μικροσκοπικός. Η ιστορία δεν είναι αυτή καθαυτή μια συναρπαστική περιπέτεια, όπως αυτές που θα γράψει αργότερα ο Παπιάνθρωπος, αλλά περισσότερο στηρίζεται στα γκαγκ, με τον φόβο του Ντόναλντ να γίνει νάνος, και την απάθεια του Μπόμπυ.
Ο τελευταίος μολονότι εγκαταλείπεται από τους Ντακ σε μια νέα και άγνωστης διάρκειας αποστολή, παραμένει πιστός στο καθήκον του και δεν εκφράζει κανένα παράπονο. Τα παιδιά αναφέρουν πως τα ζόμπι είναι ακούραστα και δεν νιώθουν τίποτα, αλλά έχουν ξεχάσει, σκοπίμως, το βλέμμα μοναξιάς και τα δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια του Μπόμπυ, μέσα στην ιστορία, ο αναγνώστης όμως γνωρίζει και καταλαβαίνει πραγματικά πως νιώθει το ταλαίπωρο ζόμπι.
Την εποχή που ο Καρλ Μπαρκς δημιούργησε το Βουντού Χουντού τα ζόμπι είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται πασίγνωστα στους Αμερικανούς, μέσα από ταινίες όπως το I Walked with a Zombie, King of the Zombies, Zombies on Broadway και πολλές άλλες. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης δήλωνε, αργότερα, πως εμπνεύστηκε από μια ταινία με τον Μπέλα Λουγκόζι, στην οποία τα ζόμπι ήταν τελείως άβουλα πλάσματα, και ήταν ιδανικά για κάθε λογής αγγαρεία, όπως ο Μπόμπυ.
Στην ιστορία, τα στερεότυπα σχετικά με τους Αφροαμερικανούς είναι αρκετά, απεικονίζοντας τους με μεγάλα χείλη και, στο πρωτότυπο, να μιλάνε με βαριά προφορά. Αποτελεί όμως και την πρώτη εμφάνιση ενός έγχρωμου χαρακτήρα στην Λιμνούπολη, τον οποίο συναντάει ο Ντόναλντ στην πρώτη σελίδα, της ιστορίας. Αργότερα, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, αφού άρχισε να εφαρμόζεται αυστηρότατα ένας κώδικας δεοντολογίας των κόμικς και η γενικότερη ιστορία δεν θα εγκρινόταν, λόγω και των αναφορών της σε ζόμπι και ταινίες τρόμου.
Ο Μπαρκς αρχικά είχε σχεδιάσει τον Μπόμπυ χωρίς κόρες στα μάτια, αλλά οι εκδότες του θεώρησαν πως το ζόμπι παραήταν τρομακτικό κι έτσι προστέθηκαν οι κόρες. Ο Φούλα Ζούλα επίσης ήταν πιο τρομακτικός, αλλά και πάλι οι εκδότες επενέβησαν και απέκτησε την τελική του μορφή. Ο Ντον Ρόσα, στο ενδέκατο επεισόδιο του Βίου και της Πολιτείας του Σκρουτζ Μακ Ντακ επανέφερε τα μάτια του Μπόμπυ, στην αρχική τους μορφή, όπως τα είχε οραματιστεί ο δημιουργός του.
Θείος Σκρουτζ και Βουντού Χουντού[]
Η τριάντα δύο σελίδων ιστορία αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του πιο διάσημου χαρακτήρα που δημιούργησε ο Καρλ Μπαρκς, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Ο ζάπλουτος θείος του Ντόναλντ έχει λιγότερο από δύο χρόνια που έχει δημιουργηθεί και δεν έχει κρυσταλλωθεί πλήρως ο χαρακτήρας του από τον καλλιτέχνη, που τον κάνει εδώ έναν αδίστακτο ιμπεριαλιστή.
Συγκεκριμένα, ο κροίσος, υπερβολικά άπληστος, έκανε μια επαίσχυντη πράξη, προκειμένου να αποκτήσει το δεύτερο του δισεκατομμύριο. Προσέλαβε μια συμμορία από μαχαιροβγάλτες και ξεκλήρισε μια ολόκληρη φυλή από τα εδάφη της, για να στήσει μια φυτεία καουτσούκ. Σε μετέπειτα ιστορίες του δημιουργού κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο, αφού ο θείος Σκρουτζ απέκτησε αγαθό και τίμιο χαρακτήρα, παρά την απληστία του.
Ο βραβευμένος επίγονος του Μπαρκς, Ντον Ρόσα, χρησιμοποίησε ως βασική πηγή έμπνευσης του ενδέκατου επεισοδίου του μνημειώδους Βίου και της Πολιτείας του Σκρουτζ Μακ Ντακ την παραπάνω ιστορία. Στον Μεγιστάνα της Καλισότα, όπως τιτλοφορείται το συγκεκριμένο επεισόδιο, ο Σκρουτζ συναντάει νέος τον Φούλα Ζούλα, που αρνείται να του πουλήσει την γη του κι έτσι τον διώχνει με την βία, χρησιμοποιώντας την συμμορία.
Για να μπορέσει όμως να τον πείσει να του δώσει τελικά την γη, μεταμφιέζεται σαν τον Ντόναλντ, εξηγώντας το αντίστοιχο καρέ στην ιστορία του Μπαρκς και το γιατί ο Μπόμπυ το έδωσε στον ανιψιό του μεγιστάνα, κι όχι στον ίδιο. Αυτή η μοναδική κακή πράξη του κροίσου θα τον κατατρέχει για τα επόμενα τριάντα χρόνια, θυμίζοντας του συνεχώς το μεγάλο του σφάλμα, καθώς ο Μπόμπυ τον καταδιώκει συνεχώς, ώσπου χάνει τα ίχνη του, για να φτάσει εν τέλει στην Λιμνούπολη, το 1949.
Είναι επίσης αυτή η παρανομία που οδήγησε τον Σκρουτζ σε ρήξη με τις αδερφές του, εξηγώντας γιατί είναι τόσο μόνος, πριν τον συναντήσουν τα ανίψια του το 1947, και δίνει μια αξιόπιστη ερμηνεία για πολλές πτυχές του χαρακτήρα του. Το μόνο γεγονός που δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει ο Ρόσα στην ιστορία του, από το Βουντού Χουντού, ήταν η ημερομηνία που αναφέρει ο Σκρουτζ, ότι έδιωξε τους ιθαγενείς, δηλαδή το 1879, χρονιά που, σύμφωνα με τον Ρόσα, ο Σκρουτζ ήταν μόλις 12 ετών, κι έτσι την αγνόησε.