ΚΟΜΙΞ Wiki
Advertisement
ΚΟΜΙΞ Wiki


Η ιστορία Η Χρυσή Βάρκα είναι μια πολυσέλιδη ιστορία που έγραψε και σχεδίασε ο Καρλ Μπαρκς τον Φεβρουάριο του 1961, η οποία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Στην χώρα μας την έχουμε δει και στο ΚΟΜΙΞ 84.

Περίληψη[]

Ο θείος Σκρουτζ πηγαίνει με τα ανίψια του στο Κλοντάικ, όπου συναγωνίζεται τον τυχεράκια Γκαστόνε για το ποιος θα βρει τον μεγαλύτερο σβώλο χρυσού…

Υπόθεση[]

Ο Σκρουτζ Μακ Ντακ παραπονιέται στον Ντόναλντ και τον Γκαστόνε πως στην ηλικία που βρίσκονται θα έπρεπε να έχουν ήδη μαζέψει ένα σεβαστό κομπόδεμα, όπως ο ίδιος. Ο Γκαστόνε του απαντά πως είναι τόσο τυχερός που δεν χρειάζεται χρήματα, αφού έχει εξασφαλισμένη ζωή. Το πρωί βρήκε στα σκουπίδια ένα μικρό καραβάκι από χρυσό, το οποίο έχει σκαλιστεί από έναν και μόνο σβώλο χρυσού, που βρέθηκε στην Αλάσκα.

Το τυχερό παπί το πουλάει στον Σκρουτζ, για ένα πενιχρό ποσό, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην για τις επόμενες μέρες, ενώ ο κροίσος παίρνει στην κατοχή του το πολύτιμο αντικείμενο. Καθώς βγαίνουν από το θησαυροφυλάκιο πέφτει στο πρόσωπο του Γκαστόνε ένα χαρτί, που έχει πάρει ο θυελλώδης άνεμος που φυσάει στην πόλη. Το χαρτί είναι μια πρόσκληση σε ένα τηλεπαιχνίδι, με έπαθλο ένα ταξίδι στην Αλάσκα, αλλά ο [Γκαστόνε Γκάντερ|Γκαστόνε]] αρνείται να συμμετάσχει, θεωρώντας την απάντηση ερωτήσεων βαριά δουλειά.

Χρβάρκα1

Ο θείος Σκρουτζ αγοράζει το χρυσό καραβάκι από τον Γκαστόνε...

Έτσι, πηγαίνει ο Σκρουτζ, που στην τηλεόραση πληροφορεί τον παρουσιαστή για τις απίστευτες συνθήκες που επικρατούσαν στην Αλάσκα όταν ήταν χρυσοθήρας. Οι πολικές θερμοκρασίες και οι αιμοδιψείς λύκοι συνέθεταν ένα ζοφερό σκηνικό, που ο κροίσος μυθοποιεί ασύστολα. Καταφέρνει όμως να κερδίσει το δωρεάν εισιτήριο, αλλά το χάνει σχεδόν αμέσως, εξαιτίας του ανέμου που επικρατεί στην Λιμνούπολη.

Το εισιτήριο καταλήγει στα χέρια του Γκαστόνε, που χωρίς να κοπιάσει καθόλου καταφέρνει να κερδίσει ένα δωρεάν ταξίδι, χάρη στην απίστευτη τύχη του. Ο Ντόναλντ λέει στον θείο του πως είναι ίσως καλύτερα που δεν θα κάνει το ταξίδι, αφού πλέον έχει τα χρονάκια του και δεν είναι οι συνθήκες της Αλάσκα γι’ αυτόν.

Ο Σκρουτζ τότε πεισμώνει και αποφασίζει να πάρει τα ανίψια του και να πάει στην Αλάσκα, για να βρει χρυσό, πληρώνοντας με το καραβάκι που του έδωσε ο Γκαστόνε. Ξοδεύοντας μικρά, χρυσά, τμήματα του, καταφέρνουν να φτάσουν στις όχθες του ποταμού Γιούκον, σε μια πόλη που διοργανώνει ένα κυνήγι χρυσού. Νικητής είναι εκείνος που μέσα σε τρεις μέρες θα καταφέρει να βρει τον μεγαλύτερο σβώλο χρυσού, και ο Σκρουτζ τρέχει ενθουσιωδώς να δηλώσει συμμετοχή, για να αποδείξει στους συγγενείς του πως είναι ακόμα άξιος χρυσοθήρας.

Στην περιοχή βρίσκεται και ο Γκαστόνε, που δηλώνει επίσης συμμετοχή στον διαγωνισμό, εκνευρίζοντας τον κροίσο, καθώς έχει φτάσει στην Αλάσκα με το δικό του εισιτήριο. Ο τυχεράκιας αμέσως κερδίζει ένα σωρό έπαθλα, μεταξύ των οποίων και μια βάρκα, επειδή καταφέρνει να σκαρφαλώσει σε έναν γλιστερό στύλο, καθώς τον κυνηγάει ο Σκρουτζ για να του δώσει ένα μάθημα. Ο αγώνας αρχίζει και ο μεγιστάνας με τα ανίψια του ξεκινάνε πεζοί για να φτάσουν στο σημείο που ο Σκρουτζ είχε βρει χρυσό νέος.

Ο καιρός είναι βροχερός και μολονότι όλοι οι διαγωνιζόμενοι τον αψηφούν ο Γκαστόνε αποφασίζει να μείνει στην πόλη, μέχρι να βγει ο ήλιος και να μπορέσει να ταξιδέψει με την βάρκα που έχει μόλις κερδίσει. Ο καιρός χειροτερεύει και γίνεται πολικός, αλλά ο Σκρουτζ απτόητος ψάχνει για χρυσάφι στα παγωμένα εδάφη του βορρά. Το πολύτιμο μέταλλο όμως έχει όλο βρεθεί από άλλους χρυσοθήρες και η εύρεση του είναι δύσκολη.

Χρβάρκα2

Ο κροίσος σκάβει ασταμάτητα, παρά τις αντιξοότητες!

Σμήνη κουνουπιών σαρώνουν τους πέντε Λιμνουπολίτες, θυελλώδεις άνεμοι φυσούν και αιμοβόροι λύκοι επιτίθενται στον θείο Σκρουτζ, που σκάβει ασταμάτητα. Κάποια στιγμή όμως φτάνει στα όρια του και καταρρέει από την κούραση, οπότε οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη σκαρφίζονται μια ιδέα για να φύγουν από αυτή την κόλαση μια ώρα αρχύτερα.

Παίρνουν έτσι τα υπολείμματα του χρυσού πλοιαρίου που απέκτησε ο κροίσος από τον Γκαστόνε και το σμιλεύουν και πάλι στον σβώλο χρυσού από τον οποίο φτιάχτηκε. Στην συνέχεια τον θάβουν σε ένα σημείο, κοντά στο ποτάμι, ώστε να οδηγήσουν τον θείο τους εκεί και να το βρει, πεπεισμένος πως τα κατάφερε μόνος του.

Μόλις τον θάβουν ο καιρός γίνεται ξαφνικά πολύ καλύτερος και ο ήλιος βγαίνει στον ουρανό, οπότε ο Γκαστόνε ξεκινάει να ψάχνει για χρυσό, με το πολυτελές πλεούμενο του. Ο Ντόναλντ και τα παιδιά ξυπνούν γρήγορα τον θείο τους, ώστε να προλάβει την επερχόμενη τύχη του άσπονδου ξαδέρφου, αλλά ο μεγιστάνας είναι πτώμα. Έτσι, ο Γκαστόνε τους φτάνει και σηκώνει μια πέτρα, την οποία πετάει σε ένα τυχαίο σημείο, και εκεί που πέφτει βρίσκεται ο σβώλος που έχουν θάψει οι Ντακ, τον οποίο ο τυχεράκιας οικειοποιείται, δίχως να πιστεύει πως πρόκειται για ανθρώπινο κατασκεύασμα.

Ο Γκαστόνε καταφέρνει να διαφύγει από τους Ντακ με το πλοίο του, και κατευθύνεται προς την πόλη, όπου είναι σχεδόν βέβαιο πως θα νικήσει, αφού είναι η τελευταία μέρα του αγώνα. Ο Σκρουτζ, απογοητευμένος και εξουθενωμένος αποφασίζει να τα παρατήσει αλλά πρώτα πετάει σε ένα τυχαίο σημείο την πέτρα που έριξε ο Γκαστόνε. Όταν το χαλίκι προσγειώνεται προκαλεί έναν υπόκωφο, μεταλλικό ήχο και ο κροίσος καταλαβαίνει ότι βρήκε κι εκείνος χρυσάφι.

Χρβάρκα3

Τα παπιά επιστρέφουν στην πόλη με μια χρυσή βάρκα!

Σκάβοντας βρίσκει έναν τιτάνιο σβώλο χρυσού, ο οποίος είναι υπερβολικά μεγάλος για να τον μεταφέρουν πίσω στην πόλη. Ο μεγιστάνας όμως βρίσκει την λύση, και διατάζει τα παιδιά να ανάψουν μια γερή φωτιά, ώστε να σουλουπώσει την χρυσή κοτρόνα. Εν τω μεταξύ στην πόλη, ο αγώνας λήγει και ο Γκαστόνε στέφεται πρωταθλητής, καθώς κανένας άλλος χρυσοθήρας δεν έχει καταφέρει να βρει τίποτα και όλοι οι κάτοικοι είναι εξοργισμένοι που ένας ξένος τους έβαλε γυαλιά. Όταν μάλιστα τον ρωτάνε πως κατάφερε να βρει τον σβώλο του εκείνος απαντά πως είναι επαγγελματικό μυστικό.

Εκείνη την ώρα όμως καταφθάνει από το ποτάμι ο Σκρουτζ, με τα ανίψια του, πλέοντας σε μια βάρκα από χρυσό, την οποία έχουν σμιλέψει από τον σβώλο. Στο τέλος, οι ντόπιοι έχουν μείνει έκθαμβοι από το εύρημα και όταν με θαυμασμό ρωτάνε τον κροίσο πως κατάφερε να βρει έναν τόσο μεγάλο κομμάτι χρυσού, εκείνος απαντά πως είναι επαγγελματικό μυστικό!

Παρασκήνιο[]

Στην ιστορία Η Χρυσή Βάρκα ο θείος Σκρουτζ επιστρέφει μαζί με τα ανίψια του στην περιοχή του Γιούκον όπου έθεσε τα θεμέλια της περιουσίας του, σαν χρυσοθήρας, το 1898. Αυτή την φορά, και σε αντίθεση με την ιστορία Επιστροφή στο Κλοντάικ, όπου ο Σκρουτζ είχε επιστρέψει και πάλι στα εδάφη του βορρά, ο μεγιστάνας έχει να αντιμετωπίσει την απίστευτη τύχη του Γκαστόνε, έναν πραγματικά άξιο αντίπαλο.

Στο τέλος, καταφέρνει όμως να θριαμβεύσει, παρόλο που τα αποθέματα χρυσού στις σκαμμένες αυτές περιοχές της Αλάσκα έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Μαζί του είναι και τα ανίψια του, τα οποία θα γευτούν τις τρομερές δυσκολίες που αντιμετώπισε ο θείος τους όταν ήταν νέος για να γίνει πλούσιος στα παγωμένα αυτά μέρη. Με άφθονη λεπτομέρεια, ο επίγονος του Καρλ Μπαρκς, Ντον Ρόσα, στον Βίο και την Πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ, που δημιούργησε, και δη στο όγδοο επεισόδιο, απεικονίζει τις φοβερές κακουχίες που βίωσε ο νεαρός χρυσοθήρας.

Εξώφυλλα[]

Advertisement