Η ιστορία Καιρός για Διακοπές, η μεγαλύτερη που έγραψε και σχεδίασε ο Καρλ Μπαρκς στην σταδιοδρομία του, δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 1950, και δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Στην χώρα μας την είδαμε για πρώτη φορά στο ΚΟΜΙΞ 13.
Περίληψη[]
Ο Ντόναλντ και τα παιδιά πηγαίνουν για κατασκήνωση στο δάσος, όπου θα προσπαθήσουν με πολλούς κόπους να τραβήξουν φωτογραφία ένα μεγάλο ελάφι, όμως τα πράγματα περιπλέκονται όταν ξεκινάει μια καταστροφική πυρκαγιά…
Υπόθεση[]
Ο Ντόναλντ Ντακ έχει πάρει τα ανίψια του και πηγαίνουν για διακοπές σε παρθένες εκτάσεις μακριά από την πόλη. Σκοπός του είναι να πάνε σε μια απόμερη γωνιά ενός δάσους και να κατασκηνώσουν, ώστε να ξεκουραστούν και να φορτίσουν τις μπαταρίες τους. Φτάνοντας στο πυκνό δάσος περνάνε από τον έλεγχο των δασοφυλάκων, που τους επιτρέπουν να κατασκηνώσουν, καθώς έχουν όλα τα σωστά εργαλεία.
Αφού στήνουν την σκηνή τους και ετοιμάζουν την θέση κατασκήνωσης τους πέφτουν για ύπνο, ξεθεωμένοι. Το επόμενο πρωί, ο Ντόναλντ ξυπνάει από το χάραμα, σημαίνοντας εγερτήριο για τα παιδιά, καθώς έχει σκοπό να πάει για ψάρεμα. Στο ποτάμι ο Ντόναλντ ρίχνει την πετονιά του και πιάνει, αντί για ψάρια, ένα πελώριο ελάφι, αφού πετά την πετονιά εκτός νερού.
Το ζώο είναι ένα πανέμορφο αρσενικό και ο Ντόναλντ αμέσως σκέφτεται πως θα μπορούσε να κερδίσει βραβεία εάν το τραβούσε φωτογραφία. Σπεύδει έτσι προς την κατασκήνωση, για να πάρει την κάμερα του, αλλά πιάνεται στην πετονιά ενός άλλου ψαρά. Ο άνδρας που τον πιάνει γίνεται έξαλλος με το αλίευμα του, ενώ πετάει θυμωμένος το τσιγάρο του στα χόρτα. Το παπί του επισημαίνει πως δεν πρέπει να ρίχνει φλεγόμενα αντικείμενα στο έδαφος, οπότε ο κατασκηνωτής εξαγριώνεται. Αφού βρίζει τον Ντόναλντ λέγοντας του πως το έδαφος είναι βρεγμένο πλακώνονται στο ξύλο, με το παπί να χάνει κατά κράτος και να υποχωρεί, μπροστά στον ασυνείδητο ανταγωνιστή του.
Επιστρέφει τελικά στην σκηνή του, όπου παίρνει την φωτογραφική μηχανή και ξεκινάει την προσπάθεια του να απαθανατίσει το ζώο. Τα παιδιά έρχονται και αυτά για να τον βοηθήσουν, και κάνουν φιλίες, με ένα σωρό ελάφια, εκτός από αυτό που θέλει ο θείος τους. Εν τω μεταξύ το ζώο φτάνει στο κάμπινγκ των Ντακ, αλλά ο Ντόναλντ δεν έχει διαθέσιμο φιλμ για να το τραβήξει φωτογραφία.
Ξεκινώντας και πάλι να το ψάχνουν, αφού βάζουν φιλμ στη μηχανή, φτάνουν στην κατασκήνωση του ασυνείδητου άνδρα, που έχει αποκοιμηθεί, με αναμμένη την φωτιά του. Ο Ντόναλντ δίνει την κάμερα στα παιδιά και πηγαίνει να του τα ψάλλει, όμως εκείνος τον αγνοεί, λέγοντας πως καθώς δεν φυσάει, η φωτιά είναι ακίνδυνη.
Ο Ντόναλντ τελικά εκτοξεύεται κλοτσηδόν από τον τύπο και συνεχίζει την αναζήτηση του ελαφιού. Πράγματι, σύντομα καταφέρνει να το βρει, όμως μια αρκούδα αρπάζει την κάμερα του και το ζώο γίνεται καπνός. Οι Ντακ συνεχίζουν το αδιάκοπο ψάξιμο, αγνοώντας το γεγονός ότι έχουν έρθει στο δάσος για να ξεκουραστούν, και ο Ντόναλντ δίνει διαταγή στα παιδιά να φέρουν το ελάφι σε έναν κορμό, όπου θα τραβήξει την ιδανική φωτογραφία.
Εν τω μεταξύ ο απρόσεκτος κατασκηνωτής αποφασίζει να φύγει από την σκηνή του και να πάει για ψάρεμα, λίγο πιο μακριά, καθώς έχει αρχίσει να φυσάει, αφήνοντας απρόσεκτη την φωτιά του. Ο Ντόναλντ καταφέρνει τελικά να βρει το ελάφι, το οποίο, ύστερα από γιγάντια πάλη, καταφέρνει να ακινητοποιήσει και το στήνει για την φωτογράφηση.
Ξαφνικά όμως το ελάφι μυρίζοντας τον αέρα τρέπεται σε φυγή πανικόβλητο, όπως και όλα τα ζώα του δάσους, καθώς αρχίζει και μυρίζει καπνό. Οι Ντακ συνειδητοποιούν ότι μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά απειλεί το δάσος και σπεύδουν προς την κατασκήνωση τους, για να πάρουν το αμάξι τους και να γίνουν καπνός.
Παράλληλα, ο άνδρας, που είναι υπεύθυνος για την φωτιά, συνειδητοποιεί κι εκείνος ότι πρέπει να φύγει, αλλά το αμάξι του και η σκηνή του έχουν όλα απανθρακωθεί. Τρέχοντας φτάνει στην κατασκήνωση των Ντακ, των οποίων το αμάξι κλέβει και φεύγει από το πεδίο της πύρινης λαίλαπας. Οι Λιμνουπολίτες, όταν φτάνουν στην σκηνή τους, και συνειδητοποιούν ότι λείπει το αυτοκίνητο, αρχίζουν να πανικοβάλλονται.
Ο Ντόναλντ συνιστά ψυχραιμία και αφού παίρνουν μερικά φτυάρια και παγούρια με νερό, καθώς και την κάμερα, απομακρύνονται από την σκηνή τους. Η πύρινη κόλαση καταστρέφει δεκάδες στρέμματα, ενώ πυροσβέστες την πολεμούν με κάθε μέσο διαθέσιμο, εναέριο και επίγειο.
Οι Ντακ φτάνουν σε ένα μικρό ξέφωτο, που δεν έχει φτάσει ακόμα η φωτιά και ο Ντόναλντ διατάζει τους Χιούη, Λιούη και Ντιούη να σκάψουν χαντάκια που να τους χωράνε, όπως κάνει και ο ίδιος. Έπειτα τους λέει να βρέξουν τις μπλούζες τους με νερό και να καλύψουν τα πρόσωπα τους, και τους θάβει μέσα στο έδαφος, αφήνοντας τους λίγο χώρο να ανασαίνουν. Το ίδιο κάνει και για τον εαυτό του, ελάχιστα πριν τους σαρώσει η πυρκαγιά.
Οι ώρες περνούν και ο υπεύθυνος της φωτιάς ξεφορτώνεται το αμάξι του Ντόναλντ και παρουσιάζεται στους δασοφύλακες, λέγοντας πως οι Ντακ προκάλεσαν την καταστροφή. Η πύρινη λαίλαπα τίθεται μετά κόπων και βασάνων υπό έλεγχο, σώζοντας ένα τμήμα του δάσους, οπότε οι αρχές ξεκινούν να ψάχνουν εξονυχιστικά για τους τέσσερις Λιμνουπολίτες.
Οι τελευταίοι έχουν καταφέρει να την γλιτώσουν από την πυρκαγιά και επιστρέφουν προς τον πολιτισμό, στους δασοφύλακες. Ο ασυνείδητος κατασκηνωτής μόλις τους βλέπει εκπλήσσεται, καθώς δεν περίμενε να επιβιώσουν, ενώ γνωρίζει πως μπορούν να τον μαρτυρήσουν στον νόμο. Άγριος καβγάς ξεσπάει μεταξύ του Ντόναλντ και του άνδρα, ενώπιον τον δασοφυλάκων, που δεν ξέρουν ποιον να κατηγορήσουν για την πρόκληση της φωτιάς.
Ο Λιούη τότε ανακοινώνει πως στην φωτογραφική μηχανή, που έχει καταφέρει να διασώσει, υπάρχουν τα κατάλληλα πειστήρια για να φανεί ποιος είναι αθώος. Συγκεκριμένα, έχει τραβήξει μια φωτογραφία όπου ο Ντόναλντ επιπλήττει τον άνθρωπο για την απρόσεκτη φωτιά που είχε ανάψει στην κατασκήνωση του, ξεκαθαρίζοντας την κατάσταση.
Ο τύπος παραδέχεται την ενοχή του και τα παπιά αφήνονται ελεύθερα να μείνουν στο τμήμα του δάσους που έχει μείνει, αφού έχουν αποδείξει ότι είναι άξιοι κατασκηνωτές. Τα τρία ανιψάκια παρακαλούν κρυφά τον δασάρχη να πάρει την κάμερα από τον θείο τους, ώστε να μην τους ξεθεώσει στο κυνήγι του ελαφιού, όπως και γίνεται.
Στο τέλος, οι Ντακ απολαμβάνουν δύο εβδομάδες ξέγνοιαστων διακοπών, με ατελείωτο ψάρεμα, παιχνίδι και ξεκούραση. Το μόνο που εκνευρίζει αφάνταστα τον Ντόναλντ είναι πως κάθε μέρα, κατά το σούρουπο, το αγέρωχο ελάφι ποζάρει πάνω στον βράχο, αλλά δεν έχει φωτογραφική μηχανή να το απαθανατίσει!
Παρασκήνιο[]
Η ιστορία Καιρός για Διακοπές είναι η μεγαλύτερη που έγραψε και σχεδίασε ο Καρλ Μπαρκς σε ολόκληρη την καριέρα του. Δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι του 1950, στο πρώτο τεύχος μιας επετειακής έκδοσης της εκδοτικής Dell, με τον τίτλο Vacation Parade, που απευθυνόταν στα παιδιά που δεν είχαν σχολείο εκείνη την εποχή. Μαζί με την ιστορία Γιαγιά Ντακ και τον Ομαδάρχη, σχεδίασε συνολικά πενήντα πέντε σελίδες για το συγκεκριμένο έντυπο, τις περισσότερες που δημιούργησε ποτέ για ένα μόνο τεύχος.
Η ιστορία διακρίνεται για την ιδιαίτερη σελιδοποίηση της, καθώς έχει ένα από τα σπάνια ολοσέλιδα καρέ του Καρλ Μπαρκς, ενώ και στις υπόλοιπες σελίδες τα καρέ έχουν ιδιαίτερα περίεργα σχήματα και ξεφεύγουν από τα κλασικά παραλληλόγραμμα. Η ιστορία θεωρείται από πολλούς γνώστες του έργου του Μπαρκς ως η σχεδιαστικά αρτιότερη του, σε μια εποχή που η καριέρα του βρισκόταν στο ζενίθ της.
Ο ίδιος ο καλλιτέχνης μάλιστα είχε παθιαστεί τόσο πολύ με την δημιουργία της ιστορίας που δεν σχεδίασε κάθε σελίδα ως δύο ημισέλιδα, όπως συνήθως, αλλά απευθείας ολόκληρη, γεγονός που του παρείχε ακόμα περισσότερη καλλιτεχνική ελευθερία. Κατόρθωσε έτσι να σχεδιάσει πανέμορφα πανοράματα και τοπία που κλέβουν την παράσταση, αφού μοιάζουν να ξεφεύγουν από τα όρια των καρέ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δραματική σκηνή της φωτιάς, την οποία λέγεται πως ο Μπαρκς εμπνεύστηκε από την αντίστοιχη της ταινίας Μπάμπι, που κυκλοφόρησε το 1942.
Οι σελίδες μάλιστα που σχεδίασε ο Παπιάνθρωπος ήταν τόσο μεγάλες που δεν μπορούσε να τις ταχυδρομήσει, και αναγκάστηκε να τις πάει ο ίδιος στον εκδότη του στην Καλιφόρνια. Στον Καιρό για Διακοπές αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ο Ντόναλντ εμφανίζεται ιδιαίτερα εύστροφος και υπεύθυνος, παρά την παιδιάστικη επιμονή του να φωτογραφίσει το ελάφι, αφού σώζει τα ανίψια του από βέβαιο θάνατο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ιστορία είναι ένα από τα αριστουργήματα του σπουδαίου Καρλ Μπαρκς, η οποία όμως δεν έχει τύχει της αναγνώρισης που αξίζει.