Μια ιστορία σε σενάριο και σχέδιο Ουίλλιαμ Βαν Χoρν. Δημοσιεύτηκε στο ΚΟΜΙΞ 210.
Περίληψη[]
Ο Ντόναλντ προσπαθεί να καταπολεμήσει την πλήξη!
Υπόθεση[]
Ο Ντόναλντ κάθεται στην πολυθρόνα του και αισθάνεται μπουχτισμένος από την υπερβολική γαλήνη και ησυχία. Τα ανιψάκια λείπουν εδώ και δύο ημέρες, καθώς έχουν πάει στην Γιαγιά Ντακ και η ησυχία στο σπίτι είναι εκκωφαντική. Έτσι, ο Ντόναλντ ψάχνει έναν τρόπο για να καταπολεμήσει τη βαρεμάρα και η πρώτη ιδέα που του έρχεται στο μυαλό είναι να πάρει την Νταίζυ τηλέφωνο και να της προτείνει να πάνε στο σινεμά. Εκείνη όμως δεν απαντάει. Στη συνέχεια καλεί τον θείο Σκρουτζ και του ρίχνει την ιδέα να πάνε μαζί για σουβλάκια. Αυτός αρνείται, εξηγώντας ότι πρέπει να μετρήσει τρεις τόννους ρουβλόνια Τρανσυλβαρονίας.
Τότε, ο Ντόναλντ αναγκάζεται να καταφύγει στην παλιά και δοκιμασμένη λύση της τηλεόρασης. Μόλις όμως πάει να την ανοίξει, η συσκευή εκρήγνυται. Η επόμενη επιλογή του είναι το ραδιόφωνο, το οποίο όμως έχει μόνο μία τρίωρη αντιπαράθεση σε σχέση με τα ήθη και τα έθιμα των τερμιτών της Άνω Παφλαγονίας, που δεν ελκύει ιδιαιτέρως τον Ντόναλντ.
Το παπί δηλώνει ότι είναι τόσο απελπισμένο, ώστε είναι έτοιμο ακόμη και να ανοίξει ένα βιβλίο και να το διαβάσει κιόλας! Το μόνο διαθέσιμο είναι ένα μπεστ σέλλερ χιλίων εξακοσίων σελίδων που του χάρισε η Νταίζυ πέρυσι τα Χριστούγεννα. Το πρόβλημα είναι ότι είναι ασήκωτο και δεν μπορεί ούτε να το κρατήσει! Έτσι, αποφασίζει να προτιμήσει ένα κόμικ των ανιψιών του, μόνο που το ξεπετάει μέσα σε λίγα λεπτά και στη συνέχεια διακατέχεται από την ίδια πλήξη.
Αργότερα, σκέφτεται ότι ίσως η λύση είναι να κάνει κάτι πιο δημιουργικό. Αρχίζει λοιπόν να κάνει σκιές στον τοίχο όπως όταν ήταν μικρός. Ενθουσιάζεται όμως τόσο από αυτό το παιχνίδι, ώστε καταλάθος ακουμπά τα χέρια του στην πυρακτωμένη λάμπα, κάτι που τον αποθαρρύνει οριστικά!
Η επόμενη ιδέα που εφευρίσκει, είναι να τηλεφωνήσει στον Γκαστόνε, αλλά τελικά καλεί σε ένα πρατήριο μουσμουλων, με αποτέλεσμα να του κοπεί η όρεξη να δει τον Γκαστόνε. Ωστόσο δεν τα βάζει κάτω. Θα πολεμήσει με την ανία μέχρι τελικής πτώσεως. Καταλήγει στη λύση της πασιέντζας, μόνο που τα ανίψια του έχουν αλείψει την τράπουλα με μαρμελάδα για να του κάνουν φάρσα!
Η μαρμελάδα του ανοίγει την όρεξη και σκέφτεται ότι ένας κλασικός τρόπος μάχης ενάντια στην πλήξη είναι ένα μνημειώδες τσιμπούσι. Δυστυχώς όμως στο ψυγείο του υπάρχει μόνο ένα βάζο με παντζαροπελτέ και μισή φέτα αμετάκλητα ληξιπρόθεσμου παστουρμά. Αποφασίζει λοιπόν ότι είναι προτιμότερο να κάνει λίγη γυμναστική στον αυτόματο προπονητή για να χάσει και τα περιττά κιλά που έχει αποκτήσει τον τελευταίο καιρό. Ο αυτόματος προπονητής όμως λειτουργεί αρκετά έντονα και όταν ο Ντόναλντ επιχειρεί να τον κλείσει, πατά λάθος διακόπτη και τον επιταχύνει με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί έξω από το παράθυρο. Η τελευταία λύση που τολμά να εφαρμόσει είναι επίσκεψη στον γείτονα του, τον κύριο Τζόουνς, όμως και αυτός λείπει από το σπίτι, καθώς βρίσκεται στον τελικό του πρωταθλήματος σκωληκοδρομίας και θα γυρίσει αργά το βράδυ.
Αποκαρδιωμένος ο Ντόναλντ ξαπλώνει στο κρεβάτι του για να εξασκήσει το αγαπημένο του άθλημα, τον ύπνο! Μόλις όμως πάει να αποκοιμηθεί, χτυπά το κουδούνι και εμφανίζονται η Νταίζυ, ο Σκρουτζ, τα ανιψάκια και ο Γκαστόνε. Μαζεύονται όλοι στο σπίτι του και κάνουν αρκετή φασαρία. Λίγο αργότερα, ο Τζόουνς επιστρέφει και ακούγοντας τον χαμό που γίνεται, καταλήγει στη διαπίστωση ότι στο σπίτι του Ντόναλντ γίνεται πάντα χαλασμός κόσμου και ότι ο γείτονάς του δεν ξέρει τι θα πει ησυχία και γαλήνη!