ΚΟΜΙΞ Wiki
Register
Advertisement
ΚΟΜΙΞ Wiki

Η ιστορία Μια του Ψεύτη... Δυο του Ψεύτη... είναι μια δεκασέλιδη ιστορία που έγραψε ο και σχεδίασε ο Καρλ Μπαρκς τον Σεπτέμβριο του 1950, η οποία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του επόμενου έτους. Στην χώρα μας την έχουμε δει και στο ΚΟΜΙΞ 226.

Περίληψη[]

Τα ανιψάκια προσπαθούν ανεπιτυχώς να σκαρώσουν στον Ντόναλντ πρωταπριλιάτικες φάρσες.

Υπόθεση[]

Ο Ντόναλντ βλέπει το ημερολόγιο και διαπιστώνει ότι σήμερα είναι πρώτη Απριλίου, δηλαδή η πρώτη ημέρα της αλιευτικής περιόδου. Χωρίς να χάσει χρόνο και γεμάτος ενθουσιασμό αποφασίζει να πάρει το καλάμι του και να πάει να ψαρέψει πέστροφες στο ποτάμι. Τα ανιψάκια εν τω μεταξύ, θυμούνται ότι είχαν συμφωνήσει φέτος την πρωταπριλιά να κάνουν μία ξεγυρισμένη φάρσα στον θείο τους. Με τη σειρά τους, λοιπόν πηγαίνουν σε έναν κοντινό σκουπιδότοπο, για να αναζητήσουν υλικό για τη φάρσα τους.

Εκεί, βλέπουν μία στοίβα από παλιά πορτοφόλια και σκέφτονται να κάνουν μερικές από τις κλασικές πλάκες με πορτοφόλια: Θα δέσουν ένα κομμάτι σπάγκο σε ένα παλιό πορτοφόλι και θα το ρίξουν στον δρόμο. Όταν θα σκύψει ο Ντόναλντ να το μαζέψει, θα το τραβήξουν μακριά. Μάλιστα για να είναι και περισσότερο ελκυστικό, βάζουν μέσα του ένα αληθινό δολάριο, τοποθετημένο έτσι ώστε η άκρη του να προεξέχει. Το σχέδιο μπαίνει σε εφαρμογή, καθώς τα ανιψάκια περιμένουν τον θείο τους να περάσει πίσω από τον φράχτη που χωρίζει τον δρόμο με τον σκουπιδότοπο. Ο Ντόναλντ εντοπίζει το πορτοφόλι και τα ανιψάκια τραβούν τον σπάγκο, αλλά αυτός κόβεται και ο τυχερός τους θείος περιχαρής παίρνει στα χέρια του το δολάριο.

Οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη, απογοητευμένοι αλλά χωρίς να αποκαρδιωθούν πλήρως, αποφασίζουν να επαναλάβουν τη φάρσα, πηγαίνοντας σε άλλο σημείο του φράχτη και τοποθετώντας μπροστά από αυτόν ένα άλλο πορτοφόλι με ένα δολάριο μέσα του. Αυτή τη φορά δένουν τον σπάγκο στο δολάριο και όχι στο πορτοφόλι, για να είναι σίγουροι ότι θα αντέξει. Μόλις όμως ο Ντόναλντ βλέπει το πορτοφόλι, σκύβει να το πάρει και τα ανιψάκια ετοιμάζονται να τραβήξουν τον σπάγκο, ένας περαστικός κοκκινολαιμης τον κόβει. Ο Ντόναλντ παραξενεμένος και ιδιαίτερα χαρούμενος με την απρόσμενη τύχη του αποφασίζει να κεράσει τον εαυτό του ένα διπλό παγωτό μπανάνα για να το γιορτάσει.

Τα ανιψάκια έχουν μείνει πλέον άφραγκα και αυτή τη φορά σκέφτονται να του τη φέρουν ρίχνοντας στον δρόμο του ένα άδειο. Σχεδιάζουν μόλις το πάρει στα χέρια του και δει ότι δεν περιέχει τίποτα, να φωνάξουν "Πρωταπριλιά". Για μία ακόμη όμως φορά τα σχέδια τους ματαιώνονται, αφού ο Ντόναλντ καταφέρνει να βρει ένα κολλαριστό πενταδόλαρο, κρυμμένο στη φόδρα.

Οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη παρά τις αποτυχίες τους δε λένε να τα βάλουν κάτω. Παίρνουν άλλο ένα παλιό πορτοφόλι και το κρύβουν στο μονοπάτι που οδηγεί στον παλιό νερόμυλο. Το παραφουσκώνουν μάλιστα με παλιές μετοχές, ενώ γράφουν ένα σημείωμα που λέει ότι δίνεται αμοιβή δέκα δολαρίων σε όποιον επιστρέψει αυτό το πορτοφόλι στην 88η οδό, στον αριθμό 8888, που βρίσκεται στην άλλη άκρη της πόλης. Ο Ντόναλντ μόλις το ανακαλύπτει, πείθεται και μετά από πολύ ποδραόδρομο φτάνει σε μία τρώγλη, με τα ανιψάκια τον ακολουθούν κατά πόδας. Του ανοίγει ένας παχουλός τύπος με άγριο βλέμμα, ο οποίος διαπιστώνει ότι πρόκειται για παλιές μετοχές που δεν αξίζουν φράγκο. Σκέφτεται όμως ότι ίσως να ανήκουν στον φίλο του τον Τσάρλυ Ματσαράγκα, ο οποίος σύμφωνα με τον ίδιο μαζεύει τέτοια παλιόχαρτα στον σκουπιδότοπο και τα πουλάει σε ματσωμένα κορόιδα. Έτσι, του δίνει την αμοιβή των δέκα δολαρίων, πιστεύοντας ότι θα τον ξοφλήσει ο Τσάρλυ όταν βγει από τη στενή. Τα ανιψάκια δεν πιστεύουν στα μάτια τους και χτυπούν τα κεφάλια τους σε έναν φράχτη.

Τα τρία τετραπέρατα παπάκια, λίγο αργότερα, συνεχίζουν σχεδόν απτόητα τις προσπάθειες. Ενώ ο Ντόναλντ βρίσκεται στο ποτάμι και ψαρεύει, αποφασίζουν να τον κάνουν να πάρει μία γερή τρομάρα. Ανεβαίνουν πάνω σε δύο κορμούς, τους οποίους όμως προηγουμένως δένουν με ένα σκοινί στη ρίζα ενός δέντρου. Έτσι, ο θείος τους θα τους δει, θα νομίσει ότι πάνε γραμμή στον καταρράκτη, θα βουτήξει για να τα σώσει και εκείνα θα φωνάξουν "Πρωταπριλιά", δείχνοντας το σκοινί που συγκρατεί τους κορμούς.

Τα σχέδια τους όμως ματαιώνονται και πάλι, καθώς ο Ντόναλντ διαπιστώνοντας ότι δεν τσιμπάνε καθόλου τα ψάρια, αποφασίζει να μετακινηθεί από τη θέση στην οποία βρισκόταν. Όταν το καταλαβαίνουν τα ανιψάκια, αποφασίζουν να τραβήξουν το σκοινί για να γυρίσουν πίσω μιας και δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουν άμα δεν τους βλέπει ο θείος τους. Εκείνη τη στιγμή όμως ο Ντόναλντ περνά από το δέντρο στη ρίζα του οποίου έχουν δέσει το σκοινί, θεωρεί ότι κάποιος ασυνείδητος έριξε κιούρτο, κάτι που απαγορεύεται και λύνει το σκοινί. Έτσι, οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη πέφτουν στον καταρράκτη και ξεπαγιάζουν. Γυρίζουν γρήγορα στο σπίτι και πέφτουν στο κρεβάτι τους.

Όταν πέφτει το σούρουπο,ο Ντόναλντ επιστρέφει και αυτός στο σπίτι, αναρωτώμενος πώς και δεν τον ενόχλησαν καθόλου σήμερα τα παιδιά και πώς πέρασαν την ημέρα τους. Τα βρίσκει να κοιμούνται του καλού καιρού, ενώ παρατηρεί στην πολυθρόνα μία παρατημένη εφημερίδα που γράφει για τα παραδοσιακά έθιμα της Πρωταπριλιάς. Με μεγάλη σιγουριά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα ανίψια του είναι τόσο αθώα που δεν ξέρουν από πρωταπριλιάτικα ψέματα και φάρσες!

Advertisement