Η ιστορία Οι Τρεις Καμπαλέρος Επιστρέφουν είναι μια πολυσέλιδη ιστορία σε σενάριο και σχέδιο Ντον Ρόσα, που δημοσιεύτηκε το 2000, ενώ στην χώρα μας την είδαμε για πρώτη φορά στο ΚΟΜΙΞ 176.
Περίληψη[]
Ο Ντόναλντ Ντακ συναντάει κάποιους παλιούς φίλους του και μαζί ξεκινούν να βρουν ένα μυθικό θησαυρό από ασήμι στο Μεξικό.
Υπόθεση[]
Ο Ντόναλντ Ντακ οδηγεί τα τρία ανίψια του στην συγκέντρωση των Μικρών Εξερευνητών στο Μεξικό, κοντά στο περίφημο Φαράγγι του Χαλκού. Τα παιδιά θα περάσουν ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο με τα φιλαράκια τους, συμμετέχοντας σε ένα διαγωνισμό για ταραντούλες, ενώ ο θείος τους θα μείνει μόνος του στο ξενοδοχείο της κοντινής πόλης, το Ελ Ντιβιζαδέρο.
Τα ανίψια σκέφτονται πως ο θείος τους δεν έχει κανένα πραγματικά καλό φίλο που να τον σέβεται και να τον εκτιμά, αφού στην Λιμνούπολη κανείς δεν του φέρεται ισότιμα. Ο Ντόναλντ, αφού τους αφήνει, μελαγχολικός κατευθύνεται στο ξενοδοχείο όπου θα μείνει. Εν τω μεταξύ στο κτήριο, ο Βραζιλιάνος Χοσέ Καριόκα σαγηνεύει μια σενιορίτα στο δωμάτιο της, παρόλο που είναι παντρεμένη. Ο Βραζιλιάνος εκμυστηρεύεται λόγια αγάπης στην όμορφη δεσποινίδα όταν ξαφνικά εμφανίζεται ο μνηστήρας της, ένας καταζητούμενος κακοποιός με μαύρη φήμη, ο Αλφόνσο «Χρυσό Σομπρέρο» Μπεντόγια.
Μόλις ο Χοσέ τον βλέπει τρέπεται σε φυγή και πηδάει από το παράθυρο, πέφτοντας στο αμάξι του Ντόναλντ, ο οποίος περνάει από κάτω. Ο Αλφόνσο αρχίζει να πυροβολεί κι έτσι το παπί πατάει γκάζι και φεύγει από το ξενοδοχείο. Όταν απομακρύνεται καταλαβαίνει ότι αυτός που προσγειώθηκε στο αμάξι του είναι ο παλιός του φίλος, με τον οποίο έχουν ζήσει πολλές περιπέτειες.
Έτσι, αποφασίζουν να επιστρέψουν στο Ελ Ντιβιζαδέρο και να να δείξουν στον Μπεντόγια ποιοι είναι. Καθώς επιστρέφουν όμως χάνονται και καταλήγουν στην Σιέρρα Μάδρε, όπου και πάλι κάποιος αρχίζει να τους πυροβολεί. Ο πιστολέρο αποδεικνύεται ότι είναι ο Μεξικανός Παντσίτο Πιστόλες με το άτι του, τον Σενιόρ Μαρτίνεζ. Ο επίσης παλιόφιλος του Ντόναλντ και του Χοσέ τους αναγνωρίζει και τους εξηγεί πως τον κυνηγάει το «Χρυσό Σομπρέρο» και γι' αυτό πυροβολούσε.
Ο Παντσίτο εξηγεί στους δύο φίλους του πως είναι στα ίχνη ενός ανεκτίμητου ορυχείου αργύρου, της πόλης Τεγιόπα του 17ου αιώνα, το οποίο θέλει να εκμεταλλευτεί ο κακοποιός. Ο Πιστόλες έχει βρει την πόλη, η οποία όμως έχει καλυφθεί με ξεραμένη λάβα, εκτός από ένα ψηλό καμπαναριό μιας εκκλησίας Ιησουιτών. Ο Ντόναλντ, έχοντας εμπειρία στο κυνήγι θησαυρών με τον θείο του, προτείνει να κατέβουν στο καμπαναριό και να δουν τι κρύβει η εκκλησία.
Πράγματι, όταν κατεβαίνουν βρίσκουν τα κατάλοιπα ενός ορυχείου, το οποίο οι Ιησουίτες έκρυβαν κάτω από την εκκλησία τους. Στο υπόγειο βρίσκουν πολλά βαρέλια με ασήμι, τα οποία παίρνουν μαζί τους, ενθουσιασμένοι που πιάσαν την καλή.
Οι τρεις καμπαλέρος, που έχουν πλέον σμίξει, κατευθύνονται στο Κουιτέκο, για να φορτώσουν το πολύτιμο μέταλλο στο τραίνο και να το πάνε στην πόλη, όπου θα γίνουν πλούσιοι. Το μέταλλο φορτώνεται στα βαγόνια του τραίνου, το οποίο πρέπει να φορτώσει κι άλλα πράγματα, και οι τρεις φίλοι πάνε σε μια τοπική καντίνα για να ξεδιψάσουν, μέχρι να αναχωρήσει ο συρμός.
Στο μαγαζί συναντάνε τον Αλφρέντο Μπεντόγια, ο οποίος ζητάει εξηγήσεις από τον Παντσίτο για τον θησαυρό. Ο Ντόναλντ όμως τον πληροφορεί πως έχουν έρθει στο Κουιτέκο για να δώσουν μια παράσταση και οι τρεις τους αρχίζουν να τραγουδάνε και να δίνουν μια παράσταση στην καντίνα, ερμηνεύοντας το γνώριμο κομμάτι των Τριών Καμπαλέρος. Ο καταζητούμενος όμως δεν πείθεται και αφού τους κοπανάει με μια κιθάρα, ακινητοποιώντας τους, πάει να δει τι φόρτωσαν στο τραίνο.
Αφού βλέπει τα βαρέλια με τον άργυρο πηγαίνει στην καμπίνα του μηχανοδηγού, τον οποίο αναγκάζει υπό την απειλή όπλου να ξεκινήσει το τραίνο. Ο μηχανοδηγός αναγκάζεται να υπακούσει και ο συρμός ξεκινάει, σε μια από τις πιο επικίνδυνες διαδρομές του κόσμου, με τεράστιες ανηφόρες στα χείλη του γκρεμού, ενώ η γραμμή είναι ακόμα ημιτελής, στους σταθμούς πίσω από το Κουιτέκο. Οι τρεις καμπαλέρος εν τω μεταξύ συνέρχονται από το χτύπημα και μόλις βλέπουν το τραίνο να απομακρύνεται ξεχύνονται πίσω του με το αμάξι του Ντόναλντ για να το προλάβουν.
Ύστερα, από μια ξέφρενη κούρσα τα καταφέρνουν πηδώντας από ένα βράχο, με το αμάξι να προσγειώνεται στο τελευταίο βαγόνι του κινούμενου τραίνου. Κατόπιν, τρέχουν να αντιμετωπίσουν το «Χρυσό Σομπρέρο». Ο ντεσπεράντο όμως έχει όπλο και αρχίζει να τους πυροβολάει μανιωδώς. Οι καμπαλέρος κρύβονται πίσω από κάτι βαγονέτα ορυχείων, όμως ο Ντόναλντ εκτοξεύεται από το τραίνο και αφού πέφτει πάνω σε ένα κάκτο ξαναεπιστρέφει πίσω στο βαγόνι, όπου προσγειώνεται πάνω στον Αλφόνσο, τον οποίο ακινητοποιεί με τον κάκτο που είναι κολλημένος πάνω του.
Ο μηχανοδηγός εκμεταλλευόμενος την αναμπουμπούλα λύνει τα βαγόνια, προκειμένου να σώσει την ατμομηχανή του. Έτσι, οι τέσσερις επιβάτες με το ασήμι παρασύρονται στην κατηφόρα, επιστρέφοντας προς τα πίσω στο Κουιτέκο. Ο Ντόναλντ και πάλι γλιστράει από το τραίνο σε μια από τις στροφές, και πέφτει στον γκρεμό όμως σε μια στροφή παρακάτω ξαναπροσγειώνεται στον συρμό και μάλιστα πάνω στο κεφάλι του παρανόμου.
Το σομπρέρο σκεπάζει κεφάλι του Μπεντόγια και μαζί με την σπασμένη ομπρέλα του Καριόκα, την οποία ο ίδιος κατέστρεψε, η οποία επίσης καταλήγει στο κεφάλι του, απογειώνεται πετώντας, απομακρυνόμενος άθελα του από το ασήμι. Το τραίνο περνάει και πάλι από το Κουιτέκο, όμως έχει αποκτήσει απίστευτη ταχύτητα και δεν σταματάει, κατευθυνόμενο προς την ημιτελή άκρη της γραμμής. Ο Αλφόνσο κόβει με την ματσέτα του την ομπρέλα από το σομπρέρο του, με αποτέλεσμα να αρχίζει να πέφτει για να καταλήξει τελικά στην φυλακή της πόλης.
Οι τρεις καμπαλέρος πρέπει να σταματήσουν το τραίνο για να μην καταλήξουν στον γκρεμό και αφού δένουν όλα τα βαγονέτα των ορυχείων με αλυσίδες στο βαγόνι που μεταφέρει το ασήμι λύνουν τα υπόλοιπα βαγόνια του συρμού. Κατόπιν, πετάνε τα βαγονέτα στο έδαφος τα οποία έτσι σταματούν το ασήμι. Οι ίδιοι όμως δεν προλάβουν να κρατηθούν κι εκτοξεύονται στα υπόλοιπα βαγόνια τα οποία πλέον κατευθύνονται στον γκρεμό που υπάρχει στο τέλος της γραμμής.
Ο Ντόναλντ σκέφτεται πως για να σωθούν πρέπει να χρησιμοποιήσουν το αυτοκίνητο του, το οποίο βρίσκεται στο τελευταίο βαγόνι, κοντινότερα στον γκρεμό, αφού δεν μπορούν απλώς να πηδήξουν από το κινούμενο τραίνο. Το αμάξι ξεκινάει με την πρώτη και το παπί πατάει φουλ το γκάζι, όμως το όχημα δεν τρέχει αρκετά γρήγορα και είναι στα πρόθυρα του γκρεμού. Ο Παντσίτο τότε βάζει στο ντεπόζιτο μερικές απίστευτα καυτερές πιπεριές χαμπανέρο, οι οποίες κάνουν το 313 πυραυλοκίνητο, σπρώχνοντας πάλι πίσω σε στέρεο έδαφος την ύστατη στιγμή.
Χαρούμενοι που σώθηκαν πηγαίνουν να ελέγξουν ότι το ασήμι είναι εντάξει, όμως όταν λύνουν τα σκοινιά που τα κρατάνε στο βαγόνι μερικά βαρέλια σπάνε και το μέταλλο αρχίζει να τρέχει σαν γάργαρο νεράκι. Οι καμπαλέρος μένουν άναυδοι σκεπτόμενοι πως το ασήμι τους ίσως τελικά δεν είναι αυτό που νόμιζαν, αφού είναι ρευστό σαν σούπα. Ο Παντσίτο τότε καταλαβαίνει πως το υγρό είναι υδράργυρος, σαν και αυτόν στα θερμόμετρα, τον οποίο χρησιμοποιούσαν τον 17ο αιώνα για να καθαρίζουν τα μεταλλεύματα.
Όλοι μαζί καταλαβαίνουν ότι αυτή η περιπέτεια έγινε για κανένα απολύτως λόγο, αφού δεν υπήρχε ασήμι και σκάνε στα γέλια, ενθυμούμενοι τις ωραίες στιγμές που πέρασαν. Αποφασίζουν να επιστρέψουν όλοι μαζί στο ξενοδοχείο στο Ελ Ντιβιζαδέρο, όπου ο Ντόναλντ έχει να συναντήσει τα ανίψια του και ο Χοσέ θέλει να πιάσει δουλειά ως τραγουδιστής, καθώς είναι άφραγκος.
Στην πόλη το αφεντικό διστάζει να προσλάβει τον Καριόκα, αφού τον είχε απολύσει μόλις πριν λίγες μέρες, όταν έφυγε με τον Ντόναλντ. Αναγκάζεται όμως να του δώσει μια ευκαιρία όταν ο Ντόναλντ προτείνει να τραγουδήσουν όλοι μαζί για κάποιους πλούσιους επισκέπτες που έχει το ξενοδοχείο.
Αρχίζουν και πάλι να χορεύουν και να τραγουδούν το τραγούδι των τριών καμπαλέρος, απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα του ξενοδοχείου. Εκείνη την ώρα φτάνουν στο ξενοδοχείο και οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη οι οποίοι μένουν έκπληκτοι που βλέπουν τον θείο τους με δύο πολύ καλούς του φίλους, οι οποίοι τον αγαπάνε και τον σέβονται!
Παρασκήνιο[]
Ο Ντον Ρόσα αποφάσισε να στείλει τον Ντόναλντ στο Μεξικό ύστερα από ένα ταξίδι που έκανε και ο ίδιος εκεί και έμεινε μαγεμένος από τα τοπία. Το Φαράγγι του Χαλκού υπάρχει στην πραγματικότητα και είναι απεικονισμένο με μεγάλη ακρίβεια, ενώ σε κάποια σημεία είναι βαθύτερο από το Γκραν Κάνυον. Η σιδηροδρομική γραμμή είναι αληθινή και ακολουθεί πράγματι αυτή την τρομακτική διαδρομή, ενώ την δεκαετία του 1950 ήταν και ατελής, όπως απεικονίζεται στην ιστορία.
Επίσης, οι πόλεις Ελ Ντιβιζαδέρο και Κουιτέκο ήταν όντως στάσεις της γραμμής, αν και πιο μικρές σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζονται στην ιστορία. Ακόμη, η Τεγιόπα υπήρχε όντως τον 17ο αιώνα και διοικούνταν από Ιησουίτες αλλά σταδιακά χάθηκε στους αιώνες, χωρίς μάλλον να φταίει γι' αυτό κάποιο ηφαίστειο.
Τέλος, αξιοσημείωτο είναι ότι στην ιστορία αυτή ο Ρόσα δεν έχει σχεδόν καθόλου αναφορές σε ιστορίες του Καρλ Μπαρκς, όπως συνηθίζει σε όλες σχεδόν τις δημιουργίες του. Η μόνη γνώριμη αναφορά είναι στην Λέσχη των Μικρών Εξερευνητών, για την οποία ο Ντόναλντ συνοδεύει τα ανιψάκια του στο Μεξικό.
Οι Τρεις Καμπαλέρος[]
Στην ιστορία αυτή ο Ντον Ρόσα ξαναενώνει τους τρεις θρυλικούς καμπαλέρος: τον Ντόναλντ, τον βραζιλιάνο Χοσέ και τον Μεξικανό Παντσίτο. Κύρια έμπνευση για την ιστορία αποτελεί η κλασική ταινία «Οι Τρεις Καμπαλέρος» μια κλασική δημιουργία των Στούντιο Ντίσνεϋ, που κυκλοφόρησε το 1944. Στην ταινία αυτή, η οποία δημιουργήθηκε κατόπιν επιθυμίας της αμερικανικής κυβέρνησης για την σύσφιξη των σχέσεων των χωρών της Νότιας Αμερικής με τις Η.Π.Α., ο Ντόναλντ ταξιδεύει σε διάφορες χώρες, όπου γνωρίζει τους άλλους δύο καμπαλέρος.
Η ταινία αποτελεί μίξη κινουμένων σχεδίων με αληθινούς ηθοποιούς και τοποθεσίες, όπου ο Ντόναλντ συναντάει τον Χοσέ Καριόκα, που είχε εμφανιστεί και στην ταινία Σαλούδος Αμίγκος του 1943, ο οποίος αντιπροσωπεύει την Βραζιλία και τον Παντσίτο Πιστόλες, που κάνει σε αυτήν την ταινία την πρώτη του εμφάνιση, αντιπρόσωπο του Μεξικού. Οι Καμπαλέρος τραγουδάνε στην ταινία το τραγούδι που εκφωνούν επίσης και στην ιστορία του Ρόσα, απαντώντας στο ερώτημα του πως το γνωρίζουν.
Ο δημιουργός της ιστορίας έχει δηλώσει μεγάλος θαυμαστής της ταινίας και αποφάσισε να ενώσει ξανά τους τρεις φίλους, με απώτερο στόχο να δώσει στον Ντόναλντ μερικούς ανθρώπους που πραγματικά τον εκτιμούν και τον σέβονται. Στην Λιμνούπολη δεν έχει κάποιον που να μπορεί πραγματικά να μοιράζεται τις εμπειρίες του και να ζει περιπέτειες, αφού ο θείος Σκρουτζ τον χρησιμοποιεί συνεχώς και ο Γκαστόνε Γκάντερ είναι ανυπόφορος.
Αναφορά στην ταινία: «Ο Θησαυρός της Σιέρρα Μάδρε»[]
Ο Ντον Ρόσα έχει δηλώσει μεγάλος θαυμαστής της ταινίας Ο Θησαυρός της Σιέρρα Μάδρε, η οποία κυκλοφόρησε το 1948, και του ήταν αδύνατο να μην τοποθετήσει μερικές αναφορές που παραπέμπουν στο συγκεκριμένο έργο, αφού η ιστορία λαμβάνει χώρα στην Σιέρρα Μάδρε. Έτσι, ο κακός της ιστορίας, ο Αλφόνσο Μπεντόγια, έχει το όνομα του ηθοποιού που ενσάρκωνε τον κακό ντεσπεράντο στην ταινία.
Πρόσθετα, το γέλιο των καμπαλέρος και τα λόγια που λένε όταν ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν κάποιο θησαυρό, δηλαδή η φράση «Ήταν μοιραίο...Ίσως να φταίει η πλεονεξία μας! Όμως, όποιος ή ο,τι μας έκανε αυτό το αστείο, έχει αν μη τι άλλο πολύ χιούμορ!», μια από τις κλασσικότερες ατάκες της ταινίας, αλλά και η επόμενη φράση, έχουν παρθεί αυτούσια από την Σιερρά Μάδρε. Στο Θησαυρό της Σιέρρα Μάδρε οι ήρωας ψάχνουν για χρυσό στο Μεξικό, τον οποίο τελικά δεν αποκτούν και πάλι όμως δεν μετανιώνουν για τις περιπέτειες που έζησαν αντιμετωπίζοντας πιστολέρο και ντεσπεράντο.
Επομένως και η κεντρική ιδέα της ιστορίας, όπου οι ήρωες δεν βρίσκουν ασήμι, αλλά δεν μετανιώνουν στιγμή την περιπέτεια που έζησαν, είναι βασισμένη στην ταινία του 1948. Άλλωστε ο ίδιος ο Ντον Ρόσα έχει δηλώσει ότι το έργο αποτελούσε μια από τις κύριες εμπνεύσεις του για κάθε περιπέτεια όπου ο Σκρουτζ Μακ Ντακ ψάχνει κάποιο θησαυρό, αφού στις ιστορίες του ποτέ δεν καταφέρνει να γίνει πιο πλούσιος, αλλά απολαμβάνει την δράση της αναζήτησης.
Επιστροφή των Καμπαλέρος[]
Το 2005 δημοσιεύθηκε μια δεύτερη ιστορία του Ντον Ρόσα με τους τρεις καμπαλέρος, με τον τίτλο Και οι Επτά - Μείον Τέσσερις - Καμπαλέρος Ήταν Υπέροχοι, στην οποία οι τρεις φίλοι ξανασμίγουν και πηγαίνουν στην Βραζιλία για να βρουν έναν αμύθητο θησαυρό.
Κρυμμένοι Μίκυ[]
Στην τέταρτη σελίδα της ιστορίας, στο ενδέκατο καρέ ο Ντον Ρόσα έχει κρύψει έναν Μίκυ όπως το συνηθίζει ορισμένες φορές στις ιστορίες του. Το ποντίκι σχηματίζει από κάκτους, οι οποίοι βρίσκονται μπροστά στο αμάξι του Ντόναλντ, καθώς φεύγει από το ξενοδοχείο.
D.U.C.K.[]
Η γνωστή αφιέρωση του Ντον Ρόσα, το D.U.C.K.(Dedicated to Unca Carl from Keno, όπου Keno, είναι το δεύτερο όνομα του Ντον Ρόσα), βρίσκεται στο πρώτο καρέ της ιστορίας στον ξύλινο φράχτη στα αριστερά του αμαξιού του Ντόναλντ, ως μέρος των κυματισμών του ξύλου.
Εξώφυλλα[]
Συνεχές ιστοριών | |||
---|---|---|---|
Πρίκουελ | Συνέχεια | ||
Και οι Επτά - Μείον Τέσσερις - Καμπαλέρος Ήταν Υπέροχοι! |