Η ιστορία Την Ημέρα που η Λιμνούπολη Βάφτηκε Κόκκινη είναι μια δεκασέλιδη ιστορία που έγραψε και σχεδίασε ο Καρλ Μπαρκς τον Ιούλιο του 1956 και εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1957. Στην χώρα μας την είδαμε για πρώτη φορά το 1960, στο Γέλιο και Χαρά 232.
Περίληψη[]
Ο Ντόναλντ παραλαμβάνει, κατά λάθος, ένα κιβώτιο με βαφή, το οποίο νομίζει πως είναι ένα απολυμαντικό. Έτσι, ρίχνει στον ταμιευτήρα νερού της Λιμνούπολης μια ισχυρή βαφή, με δυσάρεστες μεν αλλά ξεκαρδιστικές δε συνέπειες...
Υπόθεση[]
Ο Ντόναλντ περιμένει να παραλάβει ένα δέμα με απολυμαντικό από την Εταιρεία Ύδρευσης της Λιμνούπολης. Οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη, που εκείνη την ώρα απασχολούνται με χαρτιά και μολύβια, τον ρωτούν για ποιο σκοπό θα χρησιμοποιήσει το απολυμαντικό. Ο Ντόναλντ τους εξηγεί πως έχει βρει δουλειά στην Εταιρεία Ύδρευσης ως ανειδίκευτος εργάτης και θα χρησιμοποιήσει το απολυμαντικό για να εξουδετερώσει τα μικρόβια στην δεξαμενή νερού της Λιμνούπολης. Τα ανίψια του, χαρούμενα που ο θείος τους βρήκε δουλειά, αποφασίζουν να τον ζωγραφίσουν με πένα να κυνηγά τα μικρόβια, αλλά, κατά λάθος, στάζει λίγο μελάνι στο τραπεζομάντιλο. Ο Ντόναλντ, βλέποντας τον λεκέ, τους λέει να μην τον πειράξουν και πως, επειδή το μελάνι είναι ανεξίτηλο, θα χρειαστεί ένα ισχυρό διαλυτικό για να καθαριστεί το τραπεζομάντιλο. Έτσι, προτείνει στους Χιούη, Λιούη και Ντιούη να επισκεφθούν τον Κύρο Γρανάζη , που μπορεί να έχει εφεύρει κάτι που θα τους βοηθήσει.
Όταν τα μικρά πάπια φτάνουν στο σπίτι του Κύρου, αυτός τοποθετεί κάποια δοχεία μέσα σε ένα κιβώτιο. Ο εφευρέτης τους εξηγεί πως τα δοχεία περιέχουν μια ισχυρή βαφή που θα αποσταλεί σε έναν υφαντουργό που μένει κοντά του. Οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη, με έκπληξη, συνειδητοποιούν πως ο παραλήπτης του κιβωτίου έχει σχεδόν το ίδιο όνομα με τον θείο τους (Ντόναλντ Ντάκυ) και μένει στον ίδιο δρόμο (Οδός Κουάκ 1113). Ο Κύρος ρίχνει μια ματιά στο λερωμένο τραπεζομάντηλο και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ένα σπρέι που απομακρύνει την σκουριά από τους παλιούς προφυλακτήρες. Όμως, το σπρέι είναι τόσο ισχυρό που δημιουργεί μια τρύπα στο τραπεζομάντηλο! Μετά από την προτροπή των Χιούη, Λιούη και Ντιούη, ο εφευρέτης μειώνει την δόση, και έτσι καθαρίζει τους υπόλοιπους λεκέδες. Ο Κύρος ζητά συγνώμη για την τρύπα, αλλά τα μικρά πάπια τον καθησυχάζουν, λέγοντάςτου πως θα ζητήσουν από την θεία Νταίζυ να την μπαλώσει.
Τα παιδιά αποχαιρετούν τον Κύρο, ενώ εκείνος τοποθετεί το δοχείο με το σπρέι πάνω στο κιβώτιο που περιέχει την βαφή. Αμέσως μετά, ο εφευρέτης βλέπει πως πλησιάζει ο διανομέας που θα μεταφέρει το κιβώτιο, αλλά δεν προσέχει πως ο Γλόμπος πίεσε ένα κουμπί στο δοχείο με το σπρέι, με αποτέλεσμα μερικές σταγόνες του διαλυτικού να πέσουν πάνω στην ετικέτα με τα στοιχεία του παραλήπτη. Έτσι, η ετικέτα αλλοιώνεται και αναγράφει πως ο παραλήπτης είναι ο Ντόναλντ Ντακ, στην διεύθυνση Οδός Κουάκ 13! Ο Κύρος, ωστόσο, δεν πρόσεξε την αλλοίωση αυτή και, αφότου ο διανομέας πάρει το κιβώτιο, ο εφευρέτης αποφασίζει να πάει για ψάρεμα.
Στην οικία των Ντακ, ο Ντόναλντ παραλαμβάνει το κιβώτιο με την βαφή, νομίζοντας πως είναι το δέμα με το απολυμαντικό. Οπότε, φορτώνεται το κιβώτιο και πηγαίνει στον ταμιευτήρα νερού. Εκεί, διαπιστώνει πως το “απολυμαντικό” βάφει το νερό κόκκινο, αλλά απλώς θεωρεί πως έτσι δουλεύει το απολυμαντικό, και συνεχίζει να ρίχνει την βαφή στο νερό.
Μετά από λίγο, στο σπίτι της Νταίζυ, οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη ευχαριστούν την θεία τους που επιδιόρθωσε την τρύπα. Η Νταίζυ, βλέποντας πως το τραπεζομάντιλο έχει μια μικρή μουτζούρα, αποφασίζει να το καθαρίσει και να το σιδερώσει. Όμως, όταν ανοίγει το νερό της βρύσης για να ξεπλύνει το τραπεζομάντιλο, με φρίκη συνειδητοποιεί γρήγορα πως το νερό είναι κόκκινο και βάφει το τραπεζομάντιλο! Η Νταίζυ τρέχει έξω από το σπίτι της για να πει τι συνέβη στην γειτόνισσά της, την κυρία Χοιρομέρη, και εκείνη την στιγμή, ένας άλλος γείτονας, βαμμένος από την κορυφή ως τα νύχια κόκκινος, φωνάζει πως αυτό το έπαθε όταν πήγε να κάνει ντουζ.
Παράλληλα, οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη παρατηρούν πως το αυτόματο ποτιστικό της Νταίζυ έχει βάψει το γρασίδι του κήπου της κόκκινο. Ταυτόχρονα, στο πάρκο, ο Δήμαρχος της Λιμνούπολης εγκαινιάζει ένα άγαλμα που απεικονίζει τον Κορνήλιο Κουτ , να κρατά μια κανάτα, από την οποία ο Δήμαρχος αναγγέλλει πως θα αναβλύζει διαφανές νερό, αλλά, όταν ανοίγει την παροχή νερού, βγάζει κόκκινο νερό. Την ίδια ώρα, στο Δημαρχείο, μερικοί πυροσβέστες αποφασίζουν να πλύνουν το λευκό κτήριο για να κάνουν έκπληξη στον Δήμαρχο, αλλά έντρομοι συνειδητοποιούν πως το νερό που αναβλύζει από τις πυροσβεστικές μάνικες είναι κόκκινο και βάφει το Δημαρχείο.
Όταν ο Ντόναλντ επιστρέφει στο σπίτι του, βλέπει πως μπροστά στην πόρτα του βρίσκεται ένα δέμα, το οποίο, σύμφωνα με την ετικέτα, περιέχει το απολυμαντικό. Έτσι ο Ντόναλντ συνειδητοποιεί πως μόλις έκανε ένα κολοσσιαίο λάθος. Αμέσως μετά, παίρνει τηλέφωνο τον Διευθυντή της Εταιρίας Ύδρευσης για να τον ενημερώσει πως πιθανόν να έριξε βαφή στο νερό και ο διευθυντής τον ειρωνεύεται ενώ κρέμεται από μια κρεμαστή λάμπα για να ξεφύγει από τους εξοργισμένους πολίτες.
Ο Δήμαρχος διατάζει να αδειάσουν τα νερά της δεξαμενής στο ποτάμι. Πιο κάτω στο ποτάμι, ο Κύρος ψαρεύει και τρώει, παρέα με τον Γλόμπο, και ελπίζει η βαφή να ευχαρίστησε τον Κύριο Ντάκυ. Ξαφνικά, το καλάμι του λικνίζεται, δηλαδή έχει πιαστεί στο αγκίστρι του ένα ψάρι. Ο Κύρος βλέπει πως το ψάρι που έπιασε είναι μια κόκκινη πέστροφα, το οποίο τον μπερδεύει, αφού τέτοια ψάρια δεν υπάρχουν στα νερά του ποταμού αυτού. Όμως, μετά από λίγο, διαπιστώνει πως όχι μόνο τα νερά έχουν βαφτεί κόκκινα, αλλά και πως έχουν βαφτεί με την δική του βαφή. Έντρομος, τρέχει στο εργαστήριό του με τον Γλόμπο πάνω σε ένα πυραυλοκίνητο μονόκυκλο, αφού η βαφή είναι τόσο ισχυρή που, αν φτάσει την θάλασσα, θα βάψει τον ωκεανό!
Όταν φτάνει στο εργαστήριό του, μπροστά από αυτό έχουν συγκεντρωθεί όλοι οι κάτοικοι της Λιμνούπολης, που περιμένουν από αυτόν να επιλύσει τα ζήτημα. Ο Κύρος χτυπά το κεφάλι του με ένα σφυρί, προκειμένου να του έρθουν ιδέες. Πράγματι, πολύ σύντομα, στρώνεται στην δουλειά και εφευρίσκει ένα υγρό το οποίο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, θα κάνει το νερό άχρωμο και διαφανές. Ο Ντόναλντ και ο Κύρος τρέχουν στον ταμιευτήρα νερού για να ρίξουν το υγρό και, μετά, ο Ντόναλντ ευχαριστημένος, πάει στην Νταίζυ με τα ανίψια του για να καθαρίσουν το βαμμένο της γρασίδι. Όμως, εκεί, η Νταίζυ υποδέχεται τους Ντακ εκνευρισμένη και τους δείχνει το γρασίδι της, που τώρα έχει γίνει άχρωμο. Ταυτόχρονα, εμφανίζεται η Κυρία Χοιρομέρη, της οποίας τα μαλλιά και τα χέρια βάφτηκαν άχρωμα όταν λούστηκε και, ο άλλος γείτονας, που είχε βαφτεί πριν κόκκινος, τώρα ήταν βαμμένος άχρωμος!
Ο Ντόναλντ και οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη, βλέποντας πόσο δυσαρεστημένοι ήταν οι συμπολίτες τους, αποφασίζουν να φύγουν από την πόλη και καταφεύγουν στο Τιμπουκτού, όπου συναντούν τους επίσης κατατρεγμένους Κύρο και Γλόμπο. Ο Κύρος εξομολογείται στον Ντόναλντ πως δεν ήξερε πώς να απομακρύνει την βαφή από το νερό και το υγρό που έριξε ήταν απλώς άχρωμη βαφή. Παράλληλα, οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη Και ο Γλόμπος παίζουν βόλους, ενώ τα μικρά πάπια αναρωτιούνται πώς άρχισε αυτή περιπέτεια. Τελικά, συνειδητοποιούν πως όλα ξεκίνησαν όταν έπεσε λίγο μελάνι στο τραπεζομάντιλο τους!
Παρασκήνιο[]
Στην ιστορία αυτή, ο Κύρος, προκειμένου να βρει ένα τρόπο να ξεβάψει το νερό της Λιμνούπολης, χτυπά το κεφάλι του με ένα σφυρί. Μάλιστα, αυτή η τεχνική πιθανόν να είναι... κληρονομική! Στην ιστορία Αναμέτρηση στον Μισισιπή του Καρλ Μπαρκς, ο Ράτσετ Γρανάζης, ο παππούς του Κύρου, χτυπά το κεφάλι του με ένα σφυρί για να βρει τρόπο να πλεύσει το ποταμόπλοιο του Σκρουτζ Μακ Ντακ, το "Τσίλικο Δολλάριο". Ο Ντον Ρόσα παρουσίασε, επίσης, τον Ράτσετ να χτυπά το κεφάλι του με ένα σφυρί στο Δεύτερο Επεισόδιο του Βίους και της Πολιτείας του Σκρουτζ Μακ Ντακ .