Πρόκειται για μια ιστορία σε σενάριο Ντον Μάρκσταϊν και σε σχέδιο Νόελ Βαν Χορν. Δημοσιεύθηκε στην Ελλάδα στο ΚΟΜΙΞ 222.
Περίληψη[]
Ο Μίκυ αποφασίζει να λύσει το μυστήριο του φαντάσματος ενός εφευρέτη.
Υπόθεση[]
Ο Μίκυ περνάει μπροστά από ένα ερειπωμένο σπίτι και βλέποντάς το να τραντάζεται ολόκληρο χωρίς άνεμο, και να βγαίνουν από το εσωτερικό του παράξενοι θόρυβοι, τρομάζει. Ρωτάει ένα παιδί που παίζει στην αυλή του, τι έκανε έτσι, κι εκείνο του απαντάει ότι πρόκειται για το φάντασμα! Ο Μίκυ, συναρπάζεται, καθώς λατρεύει το μυστήριο και το παιδί του εξηγεί ότι πρόκειται για το φάντασμα ενός παλαβού εφευρέτη που του άρεσε να κάνει επικίνδυνα πειράματα και το εργαστήριό του βρισκόταν σε εκείνο το σπίτι.
Τη συζήτησή τους, όμως ακούει ο πατέρας του παιδιού που επισημαίνει στον γιο του, ότι δεν υπάρχουν φαντάσματα! Αναφέρει μάλιστα, ότι θα πρέπει να είναι περήφανος που ανήκει στην τιμημένη οικογένεια των Κουτ και να μη χαρακτηρίζει τους προγόνους του, παλαβούς, καθώς ο εν λόγω εφευρέτης ήταν θείος του. Ο ίδιος συστήνεται στον Μίκυ ως Κάρολος Κουτ και ο Μίκυ του ζητά να του γνωρίσει το φάντασμα του θείου του! Εκείνος όμως εκνευρισμένος που ο Μίκυ επιμένει στην ιστορία με το φάντασμα, αναφωνεί:
Πόσες φορές πρέπει να το πω; Δεν υπάρχουν φαντάσματα! Κι όσο για τον θείο Αλβέρτο...
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται ένα δυνατό Αούύύύύύύύύύύύ από το σπίτι κι όλοι μένουν κόκαλο! Ο Κάρολος το αποδίδει στον άνεμο αλλά ο Μίκυ σίγουρος πια για την ύπαρξη του φαντάσματος ανταπαντά ότι δεν κουνιέται ούτε φύλλο, και του ζητά να εξερευνήσει το σπίτι. Εκείνος, του λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα το αξιοπερίεργο να δει και ότι σύντομα θα κατεδαφίσει το κτίσμα ως νόμιμος κληρονόμος για να μετατρέψει το οικόπεδο σε γήπεδο μίνι γκολφ, το οποίο λατρεύει λόγω της αριστοκρατικότητας του ως αθλήματος. Μόλις, ξεστομίζει την τελευταία αυτή φράση, το σπίτι τραντάζεται συθέμελα, καθώς μάλλον το φάντασμα του Αλβέρτου δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο.
Ο Κάρολος, τελικά δίνει την άδεια στον Μίκυ να κάνει μια βόλτα γύρω από το σπίτι με τον γιο του, τον Ευκλείδη. Ο Ευκλείδης λοιπόν αφηγείται αναλυτικά στον Μίκυ το παρελθόν του Αλβέρτου και του αποκαλύπτει πως να μπει στο εργαστήριο, χωρίς να τον δει ο πατέρας του! Σύντομα λοιπόν φθάνουν στο εργαστήριο, στο σημείο όπου εξαφανίστηκε ο εφευρέτης καθώς και ό,τι υπήρχε γύρω του! Στο κέντρο του δωματίου, υπάρχει ένα βαθούλωμα στο πάτωμα.
Εκείνη τη στιγμή, αισθάνονται μια έντονη δόνηση, και ο Ευκλείδης εξηγεί στον Μίκυ ότι πάντα το κάνει ο θείος του όποτε έρχεται σε αυτό το σημείο! Μετά την πρώτη δόνηση όμως γίνεται άλλη μια πιο δυνατή και ο Κάρολος τους ακούει και καταφθάνει έξαλλος που μπήκαν χωρίς την άδειά του. Ο Μίκυ πατάει άθελά του το κουμπί ενός μηχανήματος και το φάντασμα του Αλβέρτου εμφανίζεται μπροστά τους, ζητώντας τους να τον βγάλουν έξω!
Ο Κάρολος τρομάζει, ενώ το φάντασμα δείχνει στον Μίκυ τι να κάνει για να το ελευθερώσει! Ο Μίκυ λοιπόν πατά ένα άλλο κουμπί και ο Αλβέρτος με ένα Πλοπ εμφανίζεται και πάλι στο βαθούλωμα όχι όμως ως φάντασμα αυτή τη φορά! Ο εφευρέτης λοιπόν τους εξηγεί ότι δοκίμαζε ένα μηχάνημα τηλεμεταφοράς, όταν παγιδεύτηκε στην έκτη διάσταση. Αποκαλύπτει μάλιστα ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν όλη αυτήν την περίοδο φάντασμα, αλλά ένα απλό εκτόπλασμα!
Ευχαριστεί θερμά τον Μίκυ που τον έσωσε, αλλά ο ίδιος ο Μίκυ είναι απογοητευμένος που δεν επρόκειτο για αληθινό φάντασμα! Ο Αλβέρτος τον προσκαλεί λοιπόν να εξερευνήσουν μαζί την έβδομη διάσταση στην οποία κατοικοεδρεύουν τα φαντάσματα και μιας και οι δύο είναι λάτρεις της περιπέτειας γίνονται καλοί φίλοι!