Η ιστορία Χριστουγεννιάτικες Πλάκες είναι μια πολυσέλιδη ιστορία που έγραψε ο Γκουίντο Μαρτίνα και σχεδίασε ο Ρομάνο Σκάρπα η οποία δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1954. Στην χώρα μας την είδαμε για πρώτη φορά στο ΚΟΜΙΞ 163.
Περίληψη[]
Ο Μίκυ και ο Γκούφυ γίνονται αόρατοι την παραμονή των Χριστουγέννων και στήνουν μια μεγάλη φάρσα στους φίλους τους που αδίκως τους περιμένουν…
Υπόθεση[]
Είναι παραμονή Χριστουγέννων και ο Μίκυ Μάους ετοιμάζει το σπίτι του για να υποδεχθεί τους φίλους του, όταν φτάνει ο Γκούφυ. Ο Γκούφυ δείχνει στον Μίκυ ένα σωρό δώρα που έχει φτιάξει ο ίδιος για να μοιράσεις στους φίλους του, όπως ένα ρολόι που δείχνει την ώρα να περνάει πιο γρήγορα και ένα περίεργο άρωμα για την Μίννι.
Ο Γκούφυ το δοκιμάζει ο ίδιος για να πείσει τον Μίκυ ότι δεν έχει κάτι και κατόπιν ψεκάζει και τον ίδιο τον φίλο του. Λίγο αργότερα όμως οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι έχουν γίνει αόρατοι εξαιτίας του αρώματος. Αποφασίζουν έτσι να πάνε πίσω στο σπίτι του Γκούφυ για να δουν από τι υλικά το έχει φτιάξει και να συνθέσουν κάποιο αντίδοτο.
Αφού φεύγουν φτάνουν στο σπίτι όλοι τους οι φίλοι, ο Σκρουτζ Μακ Ντακ με τα ανίψια του, η Νταίζυ και η Μίννι, που απορημένοι βλέπουν ότι κανείς δεν είναι σπίτι και αποφασίζουν να περιμένουν. Παράλληλα, οι αόρατοι Μίκυ και Γκούφυ φτάνουν στο σπίτι του πρώτου, όπου όμως ο Γκούφυ θυμάται ότι έχει πετάξει στα σκουπίδια τα υλικά που περίσσεψαν, κι έτσι αναγκάζονται να γυρίσουν στο σπίτι του Μίκυ.

Ο Γκούφυ γίνεται αόρατος!
Επειδή όμως είναι αόρατοι φαίνεται σαν να μην οδηγεί κανείς το αμάξι τους, με αποτέλεσμα να επέμβει η αστυνομία και να πάρει το στοιχειωμένο αυτοκίνητο στο τμήμα. Ο Μίκυ και ο Γκούφυ προλαβαίνουν να κατέβουν και αποφασίζουν να σκαρφαλώσουν στις οροφές των σπιτιών, ώστε να μην προκαλέσουν σύγχυση στους δρόμους.
Εν τω μεταξύ πίσω στο σπίτι του Μίκυ, ο Ντόναλντ και οι υπόλοιποι έχουν αρχίσει να απελπίζονται με την αργοπορία του Μίκυ, κατηγορώντας τον πως είναι τεμπέλης και χαραμοφάης. Δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Μίκυ με τον Γκούφυ έχουν περπατήσει στις οροφές των σπιτιών και ακούνε τα άσχημα λόγια των φίλων τους, από την καμινάδα.
Ο Γκούφυ δεν αντέχει και αρχίζει να κατεβαίνει από την καμινάδα, αποφασισμένος να πάρει μια σκούπα και να πλακώσει τους υποτιθέμενους φίλους του. Καθώς κατεβαίνει όμως γίνεται και πάλι ορατός, χωρίς όμως να το πάρει χαμπάρι ο ίδιος και έτσι όλοι τον βλέπουν που παίρνει το σκουπόξυλο.
Αρχίζει κατόπιν να μοιράζει ξυλιές με τους επισκέπτες να μην μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει και να βγαίνουν από το σπίτι για να σωθούν. Στον κήπο οπλίζονται όλοι με χιονόμπαλες τις οποίες πετάνε ασταμάτητα στον Γκούφυ, που υποχωρεί στο σπίτι, όπου συναντάει τον Μίκυ, που του λέει πως είναι πια ορατοί.

Οι φίλοι του Μίκυ τον περιμένουν στο σπίτι του...
Τότε βλέπουν πως έξω έχει φτάσει και ο Επιθεωρητής Ο’ Χάρα, που έχει ταυτοποιήσει το αυτοκίνητο του Μίκυ και έχει έρθει να διερευνήσει σχετικά με τα φαντάσματα που υποτίθεται ότι το οδηγούσαν. Ο Μίκυ με τον Γκούφυ αποφασίζουν να κάνουν μια ξεγυρισμένη πλάκα στους φίλους τους, οπότε κρύβουν το σκουπόξυλο και το ρολόι του σπιτιού, που ο Γκούφυ έχει κάνει να πηγαίνει πιο γρήγορα, όπως το δικό του. Ο Μίκυ ψεκάζει επίσης το δέντρο του με το άρωμα του Γκούφυ, κάνοντας το αόρατο.
Εν συνεχεία όταν μπαίνει μέσα ο Ο’ Χάρα ο Μίκυ αρνείται όλα τα επιχειρήματα που προβάλλουν η Νταίζυ και οι υπόλοιποι, λέγοντας ότι δεν έχει καν δέντρο για να τους υποδεχτεί για τα Χριστούγεννα. Εκείνοι όμως του λένε πως περίμεναν τον Μίκυ για ώρες, όμως ο Ο’ Χάρα τους πληροφορεί πως ελάχιστος χρόνος έχει στην πραγματικά περάσει, διαψεύδοντας και αυτό το επιχείρημα τους. Οι φίλοι του Μίκυ πρόσεχαν το ρολόι του οικοδεσπότη τους, που όμως πήγαινε πιο γρήγορα από το κανονικό, κάνοντας τους να νομίζουν πως περίμεναν για πολύ περισσότερη ώρα.

Το αμάξι φαίνεται σαν να μην έχει οδηγό!
Ο Μίκυ αρνείται επίσης ότι οδηγούσε το αμάξι του και τα φαντάσματα είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτα. Ο Επιθεωρητής Ο’ Χάρα αναγκάζεται να παραδεχθεί πως ο Μίκυ έχει δίκιο και επειδή είναι αργία εκείνος δεν κάνει μήνυση στους υπόλοιπους που πέταγαν χιονόμπαλες στο σπίτι του.
Αφού φεύγει η Μίννι ετοιμάζεται να τσακωθεί με τον Μίκυ, αλλά εκείνος την πληροφορεί ότι άκουσε όλες τις βρισιές που είπαν για τον ίδιο, αλλά με τις ξυλιές του Γκούφυ είναι πάτσι, οπότε τους συγχωράει. Οι φίλοι του τον λούζουν με κοπλιμέντα, τα οποία είναι αυτά που πιστεύουν για τον συμπαθή Μίκυ.

Ο Γκούφυ διώχνει με την σκούπα του τους πάντες από το σπίτι!
Ο τελευταίος τότε, έχοντας υπολογίσει πόση ώρα χρειάζεται για να περάσει η επίδραση του σπρέι κάνει το χριστουγεννιάτικο δέντρο να εμφανιστεί από το πουθενά, κερδίζοντας και άλλους επαίνους. Στο τέλος, έχει έρθει η ώρα να ανοίξουν τα δώρα, αλλά οι Χιούη, Λιούη και Ντιούη έχουν ήδη ανοίξει και τρώνε τα γιορτινά μπισκότα του Ντόναλντ, που έξαλλος αρχίζει να κυνηγάει!

Ο Μίκυ εξαφανίζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο!
Παρασκήνιο[]
Η ιστορία Χριστουγεννιάτικες Πλάκες αποτελεί μια εορταστική Χριστουγεννιάτικη ιστορία, όπου υπάρχει μια ασυνήθιστη αλληλεπίδραση μεταξύ των κατοίκων της Λιμνούπολης και του Μίκυ Σίτυ. Στο πλάι του Μίκυ εμφανίζεται ο θείος Σκρουτζ με τα ανίψια του, σαν να είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό, γεγονός που μπορεί να δικαιολογηθεί από το πρώιμο της ιστορίας, που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1954, καθώς και από την εορταστική της φύση. Η παράδοση όμως που δημιουργήθηκε από τον Μαρτίνα συνεχίζεται και σήμερα, αφού στις γιορταστικές και επετειακές ιστορίες οι δύο κόσμοι, των παπιών και των ποντικιών ξανασμίγουν.
Η ιστορία αποτελεί μόλις την πέμπτη που σχεδίασε ο Ρομάνο Σκάρπα στην καριέρα του, καθώς μόλις το προηγούμενο έτος δημοσιεύθηκε η πρώτη του ιστορία, πάντα σε σενάριο Γκουίντο Μαρτίνα, ενώ είναι η πρώτη του με ήρωα τον Μίκυ. Στην ιστορία ο Σκάρπα αναπαριστά με απόλυτη ακρίβεια μια τυπική πόλη της Βόρειας Αμερικής, στην οποία ζει ο Μίκυ Μάους.

Η τελευταία σελίδα της ιστορίας, στην αγγλική της έκδοση, η οποία δεν δημοσιεύθηκε ποτέ στην Ελλάδα.
Η πόλη έχει ουρανοξύστες στο κέντρο, ενώ τα σπίτια στα προάστια είναι όλα γραφικά και ίδια μεταξύ τους. Η γειτονιά του Μίκυ απεικονίζεται σαν ένα μικρό χαρούμενο νησί, περικυκλωμένο από επιβλητικά κτήρια, γεγονός που θυμίζει έντονα την κλασική χριστουγεννιάτικη ταινία Μια υπέροχη ζωή του Φρανκ Κάπρα, που κυκλοφόρησε το 1946. Τέλος, σε πρώτο πλάνο μπορεί κανείς να δει και το καμπαναριό μιας εκκλησίας, στο πνεύμα της εποχής.
Οι Χριστουγεννιάτικες Πλάκες είναι γεμάτες με τα κλασικά αφηγηματικά τρυκ και τεχνάσματα του Γκουίντο Μαρτίνα. Υπάρχουν ψέματα, εκδίκηση, προδοσίες, και σουρεάλ γκαγκ, τυπικά για τον συγγραφέα από το Τορίνο. Το θέμα της αορατότητας είναι κάτι που οι δύο καλλιτέχνες θα εξερευνήσουν βαθύτερα και σε άλλη τους ιστορία, το Διπλό Μυστήριο του Μαύρου Φαντάσματος.
Στην πρωτότυπη της έκδοση η ιστορία αριθμούσε 29 σελίδες, με την τελευταία να έχει αφαιρεθεί από την δημοσίευση της ιστορίας στο ΚΟΜΙΞ 163. Στο άνω μισό της σελίδας αυτής απεικονίζεται ο Μίκυ και οι φίλοι του να τρώνε ένα λουκούλλειο χριστουγεννιάτικο γεύμα, ενώ στο κατώτερο παρουσιάζεται ένα μικρό ποίημα που συνέθεσε ο ίδιος ο Μαρτίνα. Το ποίημα είναι χριστουγεννιάτικο και είναι μια από τις λίγες φορές στα κόμικς που γίνεται ευθεία αναφορά στην θρησκεία και τον Θεό.
Δίπλα από το κείμενο του Μαρτίνα υπάρχει ένα σχέδιο του Σκάρπα, του Ντόναλντ, που είναι ακριβώς ίδιος με τον Ντόναλντ που είχε σχεδιάσει ο Ουώλτ Κέλλυ στο εξώφυλλο του αμερικανικού περιοδικού Walt Disney’s Comics & Stories 118, που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1950.
Στην αμερικανική έκδοση της σελίδας αυτής, η οποία παρουσιάζεται ακριβώς δίπλα, το 2008, το ποίημα του Μαρτίνα αντικαταστάθηκε από ένα του ποιητή Άλμπερτ Σμιθ (1816-1860).