Το Κλοντάικ είναι περιοχή του εδάφους του Γιούκον στο βορειοδυτικό Καναδά, στα ανατολικά των συνόρων με την Αλάσκα. Είναι ευρέως γνωστό για τον Πυρετό του Χρυσού μεταξύ 1896 και 1899.
Πληροφορίες[]
Γεωγραφία[]
Βρίσκεται περιμετρικά του Ποταμού Κλοντάικ, ένα μικρό ποτάμι που χύνεται στον Ποταμό Γιούκον από τα ανατολικά, στο ύψος του Ντώσον Σίτυ.
Ιστορία[]
Πρόλογος[]
Το 1848, χρονιά που ανακαλύφθηκε ο πρώτος σβόλος χρυσού στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ξέσπασε ο Πυρετός του Χρυσού, ο οποίος έμελλε να αλλάξει για πάντα την ιστορία της κατάκτησης της Δύσης. Το φαινόμενο αυτό διήρκεσε σχεδόν μισό αιώνα και κατάφερε να εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη Βόρεια Αμερική, ώστε να φτάσει, τελικά, και στην περιοχή του Κλοντάικ στην επικράτεια του Καναδά.
Ο Πυρετός του Χρυσού στο Κλοντάικ[]
Στα τέλη του 19ου αιώνα, το όνειρο του εύκολου πλούτου προσέλκυσε στο Κλοντάικ πολυάριθμους τυχοδιώκτες με ελάχιστη πείρα στις πρακτικές της χρυσοθηρίας. Ενδεικτικά, περί τους 100.000 χρυσοθήρες έφτασαν στην περιοχή μεταξύ 1896 και 1899, αφότου ανακαλύφθηκε από τοπικούς μεταλλωρύχους στις 16 Αυγούστου 1896.[1] Ελάχιστοι, όμως, ήταν αυτοί που πλούτισαν, με τους περισσότερους να φεύγουν με άδεια χέρια. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ξεφύτρωσαν ολόκληρες πόλεις για να προσφέρουν τις απαραίτητες
ανέσεις και τρόπους ψυχαγωγίας στους χρυσοθήρες, με σαλούν, ταβέρνες, καταστήματα με είδη διατροφής και εξοπλισμό ορυχείων, χαρτοπαικτικές λέσχες, όλα σε πληθωριστικές τιμές. Μαζί με τους χρυσοθήρες και τους μικροεμπόρους, στην περιοχή έφτασαν, επίσης, λωποδύτες και χαρτοκλέφτες, με σκοπό να μαδήσουν τους αφελείς.
Έτσι χτίστηκε και η πόλη του Ντώσον, η οποία το 1896 μετρούσε 500 κατοίκους, ενώ το 1898 αριθμούσε περί τους 30.000.[1]
Το θέρος του 1899, βρέθηκε χρυσάφι στο Νομ στα δυτικά της Αλάσκας και πολλοί χρυσοθήρες άφησαν το Κλοντάικ, για να τραβήξουν προς τη νέα περιοχή, σηματοδοτώντας το τέλος του Πυρετού στο Κλοντάικ. Ο πληθυσμός του ελαττώθηκε σημαντικά και σήμερα, έναν αιώνα μετά, προσελκύει τουρίστες, για να θαυμάσουν την ιστορική του κληρονομιά και να προσφέρουν στην ευημερία της περιοχής.
Ο Σκρουτζ στο Κλοντάικ[]
Το 1896, ο τριαντάχρονος Σκρουτζ Μακ Ντακ έφτασε μέσω του Ειρηνικού Ωκεανού στην Αλάσκα με πρώτο σταθμό το Σκάγκγουεϊ κι από εκεί συνέχισε για το Κλοντάικ.[2] Φτάνοντας στο Ντώσον, γνώρισε τη γοητευτική βασίλισσα των σαλούν της περιοχής, την ιρλανδικής καταγωγής Χρυσή Γκόλντυ Ο'Γκιλτ, τον πρώτο και μοναδικό έρωτα της ζωής του. Στη συνέχεια, διέσχισε το σπήλαιο του Παγετώνα του Ταράνδου, το οποίο κανείς δεν τόλμησε ποτέ να διαβεί, με σκοπό να φτάσει στην απάτητη κοιλάδα του Χείμαρρου της Αγωνίας. Εκεί, έστησε το ορυχείο του και βρήκε το σβώλο χρυσού σε μέγεθος χήνας, η οποία υπήρξε η πρώτη του μεγάλη επιτυχία, πάνω στην οποία έχτισε την αμύθητη περιουσία του.
Ο Σκρουτζ, με τα κατορθώματά του, μετατράπηκε σε θρύλο της περιοχής και χτίστηκε προς τιμήν του στην πόλη του Ντώσον ένας ανδριάντας που τον απεικόνιζε να κρατά έναν σβώλο χρυσού στο μέγεθος αυγού χήνας[3]. Έμεινε γνωστός ως ο Βασιλιάς του Κλοντάικ.
Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Σκρουτζ επέστρεψε στο Κλοντάικ με τα ανίψια του, για να εισπράξει το χρέος που του χρωστούσε η Γκόλντυ για το χρυσάφι που του είχε κλέψει την εποχή του Πυρετού του Χρυσού.[4] Αντ' αυτού, όμως, της το χάρισε και τη βοήθησε να βρει περισσότερο χρυσάφι. Επέστρεψε για τρίτη φορά, για να αναζητήσει το χαμένο του έλκηθρο και το φορτίο που κουβαλούσε.[3] Σε αυτό, ανήκε ένα κουτί με σοκολατάκια για την Γκόλντυ.
Εμφανίσεις[]
Με χρονολογική σειρά, οι ιστορίες στις οποίες έχει εμφανιστεί το Κλοντάικ είναι οι εξής:
- Επιστροφή στο Κλοντάικ
- Τελευταίο Έλκηθρο για το Ντώσον
- Ο Βασιλιάς του Κλοντάικ
- Καρδιές στο Γιούκον
- Η Αιχμάλωτη του Χειμάρρου της Αγωνίας